Συνέντευξη στον Δημήτρη Γιώτη

ΟΔημήτρης Γιώτης τα έχει όλα. Μια φανταστική οικογένεια και μια καριέρα που πολλοί θα ζήλευαν. Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή. Αυτή τη περίοδο μας χαρίζει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του στο θέατρο Eliart και στη παράσταση “Το ημερολόγιο ενός τρελλού” του Νικολάι Γκογκόλ.

Ο Δημήτρης Γιώτης σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο kallitexnes.gr και στη θεατρολόγο Μαριαλένα Δογγούρη.

– Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική;

Δημήτρης: Για εμένα δεν είναι υποκριτική, δεν είναι θέατρο, δεν είναι τέχνη, είναι πορεία ζωής. Πέντε χρονών το πρωτοείπα και έκτοτε ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι άλλο. Ξέρεις με όλο αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, πρέπει να σε ταξιδεύει, πρέπει να ονειρεύεσαι, πρέπει να γεννιέσαι για αυτό. Αν έχεις σκεφτεί στη ζωή σου να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το θέατρο, τότε κάνε το κάτι άλλο. Θα το κάνεις καλύτερα από το θέατρο. Είναι κρίμα να χαραμίσει κάποιος φαιά ουσία, όνειρα, χρόνο και διάθεση για κάτι που δεν είναι δοσμένος 100%. Στο θέατρο πρέπει να είσαι ταγμένος. Πρέπει να ζεις για αυτό.

207009_1024222359663_8454_n– Έχετε κάνει και θέατρο και τηλεόραση. Ποιο από τα δυο προτιμάτε και γιατί;

Δημήτρης: Το θέατρο είναι η βάση. Το θέατρο είναι η πορεία. Στο θέατρο είσαι ηθοποιός. Το θέατρο είναι πνοή, είναι ζωή, είναι όραμα, είναι πολλά. Είναι διαχρονικό, είναι ρόλοι μεγάλοι, σπουδαίοι, είναι καμαρίνι, είναι τρίτο κουδούνι. Τώρα η τηλεόραση είναι μέρος όλου αυτού βέβαια και μου έχει χαρίσει πολύ ευτυχισμένες στιγμές, το ομολογώ και το αναγνωρίζω, όμως είναι πιο γρήγορη, είναι όλα εικόνα. Ξέρεις μπερδέψαμε λίγο τα πράγματα στην Ελλάδα. Οποιοσδήποτε βγαίνει στη τηλεόραση, αυτόματα καταξιώνεται. Εμένα όλο αυτό μου κάνει λίγο φούσκα. Σαφέστατα και εμένα με ενδιαφέρει να με αναγνωρίζουν και να με αγαπάνε, αλλά ως εκεί. Τώρα τα πράγματα μπερδευτήκανε. Τι φτιάχνεις νύχια, τι λες για μαγειρική, τα μοντέλα παίζουν στο θέατρο, όλα μαζί ένας αχταρμάς. Άλλο ηθοποιός άλλο μοντέλο. Για να μη παρεξηγηθώ για παράδειγμα ο Γιάννης Σπαλιάρας, που είναι μοντέλο, είναι και πολύ καλός ηθοποιός. Στα γυρίσματα της σειράς “Λόλα” ήταν στρατιώτης, διαβασμένος, εξαιρετικός. Ή το φαινόμενο του Σάκη Ρουβά, που είναι όντως φαινόμενο. Είναι τόσο δουλευταράς, τόσο αποτελεσματικός που όλα τα άλλα είναι απλά για να τα λέμε. Δεν εννοώ αυτούς, εννοώ άλλα παιδάκια, αγόρια ή κορίτσια, με κοιλιακούς. Είναι άλλη δουλειά για άλλες ώρες όμως κι όχι για αυτές του θεάτρου. Αυτοί που ασχολούνται με τη τηλεόραση το κάνουν μάλλον για να ανεβαίνει το κασέ, δεν ξέρω τι να πω.

-Υπάρχουν κασέ αυτήν την εποχή στη τηλεόραση;

Δημήτρης: Εδώ γελάς, εδώ μπορείς να γράψεις “γέλια, γέλια, γέλια”. Τι κασέ; Όχι κασέ δεν υπάρχουν. Προσπαθούμε να συντηρηθούμε μέσα στην όλη κρίση, αλλά εγώ ειλικρινά πιστεύω πως μέσα από όλο αυτό, θα βγούμε καλύτεροι άνθρωποι. Να κάνουμε μια ενδοσκόπηση, να αναγνωρίσουμε τα “θέλω” μας, να βρούμε που είναι η πραγματική ευτυχία. Δεν είναι τόσο η οικονομική κρίση, που όλοι την περνάμε, όσο είναι κρίση αξιών. Με τους Έλληνες κάτι χάθηκε. Ανήκουμε στην ανατολή και νομίζουμε πως ανήκουμε στη δύση και ταυτόχρονα είμαστε δυτικοί ενώ ανήκουμε στην ανατολή. Από τη στιγμή που μπερδέψαμε τη χωριάτικη σαλάτα και μάθαμε το προσούτο με τα καραμελωμένο αμύγδαλο, χάθηκε το φιλότιμο.

– Για έναν νέο καλλιτέχνη, στην οικονομική και κοινωνική κρίση του σήμερα, είναι εύκολο να πραγματοποιήσει το όνειρό του;

Δημήτρης: Νέος ή παλιός καλλιτέχνης, εμείς έχουμε μάθει το παιχνίδι της δουλειά μας, αν το πούμε δουλειά, ψάχνουμε έτσι κι αλλιώς δουλειά δυο φορές τον χρόνο. Άρα, την κρίση εμείς την ξέραμε. Δεν μιλάς σε έναν καλλιτέχνη για κρίση, είναι σαν να πεις στον ζωγράφο αν περνάει κρίση. Περνάει το όνειρο κρίση; Ο βαθιά καλλιτέχνης βρίσκει πνοή, βρίσκει ανάσα στο θέατρο. Ειλικρινά θα μπορούσα να χρειαστεί, να κάνω οποιαδήποτε δουλειά, και να τη κάνω και καλά επειδή είμαι τελειομανής. Αλλά για τον καλλιτέχνη δεν τίθεται θέμα κρίσης, η κρίση γεννά τους καλλιτέχνες.

– Αυτή τη περίοδο σας βλέπουμε στο θέατρο Eliart, στο “ημερολόγιο ενός τρελλού” του Γκογκόλ. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να επιλέξετε αυτό το έργο;

Δημήτρης: Νομίζω πως είναι τόσο σημερινό και τόσο απειλητικά επικίνδυνο. Στο έργο μιλάει ο άνθρωπος για την μοναξιά του η οποία ουρλιάζει. Πόσοι σημερινοί άνθρωποι δεν είναι μόνοι; Ουσιαστικά μόνοι; Εγώ το έχω παρατηρήσει, γιατί είναι μέρος της δουλειάς μου, άνθρωποι σε κάποιο μπαρ που αντί να μιλάνε, αντί να συναναστρέφονται, αντί να μοιράζονται σκέψεις και αγωνίες, κοιτάνε να μπούνε στο facebook, να αναρτήσουν τον καφέ, το γεύμα, να πούνε που είναι και να καταμετρήσουν like. Άρα, η ύπαρξή μας μετριέται με τα πόσα like έχει ο καθένας. Η ασημαντότητα της ύπαρξής μας έφτασε σε αυτό το σημείο. Εγώ πιστεύω πως ο “τρελλός” μου, μόνο τρελλός δεν είναι. Απλά είναι πιο λογικός, και η λογική του φτάνει σε σημεία να χτυπάει σε τοίχους. Φτάνει σε σημείο να φωνάξει σε στιγμές απελπισίας “έναν άνθρωπο μωρέ, έναν άνθρωπο. Να δω και να μιλήσω με έναν άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία. Με έναν άνθρωπο”.

12644963_181758582184837_7416512879627829452_n– Στο έργο ο ήρωας τιμωρείται σωματικά για την διαφορετικότητά του. Σήμερα η τιμωρία σε τέτοιους ανθρώπους, ποια είναι;

Δημήτρης: Κάποια στιγμή ο ήρωας αναφωνεί εκεί που θεωρητικά προσπαθούν να τον συμμορφώσουν, “σαράντα τρείς βουρδουλιές στη πλάτη μου. Μωρέ και βασιλιάς να μην είμαι, άνθρωπος τον άνθρωπο γιατί να τον χτυπάει;”. Ε λοιπόν θα σου πω ότι τα παραδείγματα που είδαμε το καλοκαίρι στην Ουγγαρία, να χτυπάνε με ρόπαλα τους πρόσφυγες οι στρατιώτες για να μη περάσουν. Και να βαράνε όπου τύχει, τι κεφάλια παιδιών και ηλικιωμένων. Μου είναι αδιανόητο. Μα την παναγία, σηκώνω τα χέρια ψηλά. Δεν μπορώ να διανοηθώ με τίποτα, όχι ότι συμβαίνουν πόλεμοι, αλλά αντί να  πηγαίνουμε όλοι μαζί χέρι χέρι, μια μεγάλη αγκαλιά ή γροθιά, να πρέπει να επιβληθούμε ή να μας επιβληθούνε με τέτοιο τρόπο. Ο ήρωάς μου λοιπόν, είναι μόνος, απομονωμένος, ξεχασμένος, και ζει πράγματα και στιγμές που όλοι μας αναγνωρίζουμε. Να πω ένα μικρό παράδειγμα που δεν είναι καθόλου άσχετο. Πόσοι γονείς ή πόσες μαμάδες έχουμε δει να περπατάνε στο δρόμο, να σκοντάφτει αυτό το έρημο παιδάκι που είναι μικρούλι στο πεζοδρόμιο, και να το τραβάνε από το χέρι και να τις τρώει και λίγο παραπάνω; Δεν έχουν σκεφτεί ότι όπα σκόνταψε; Βοήθα το παιδί. Πολλοί άνθρωποι γίνανε γονείς ερήμην τους. Δεν είναι όλοι για όλα. Τούτος εδώ ο τρελλός, που μόνο τρελλός δεν είναι, καθρεφτίζει πολλούς από εμάς, αν έχουμε την δυνατότητα και την μαγκιά να δούμε τον καθρέφτη μας.

– Ο τρελλός στη παράσταση θέλει περισσότερα από την ζωή του. Θέλει να παντρευτεί την κόρη του διευθυντή. Θέλει να μην περνάει απαρατήρητος. Η τιμωρία λοιπόν που δέχεται είναι αποτέλεσμα αυτής της θέλησης να αλλάξει την ζωή του;

Δημήτρης: Όταν ζούμε σε ένα σύστημα το οποίο μας θέλει τακτοποιημένους, μαντρωμένους και ερμητικά απομονωμένους, το κάποιος να ελπίζει μια καλύτερη ζωή είναι εξέγερση. Το σύστημα λοιπόν δεν του το επιτρέπει και ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Ουσιαστικά και τα γράμματα, γιατί διαβάζει άγραφα γράμματα, είναι αυτά που ο ίδιος πιστεύει για τον εαυτό του. Άρα, η αλήθεια είναι πως έχει μια χαμηλή αυτοεκτίμηση, που έρχονται οι άλλοι σαφέστατα να του το επιβεβαιώσουν με τον τρόπο τους και με την απαξίωσή τους, και εκείνος έρχεται μόνος και έρημος, μέσα στην απομόνωσή του, να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Ακόμα και ο έρωτάς του, χωρίς ανταπόκριση, με την κόρη του διευθυντή, δεν είναι για να απολαύσει τα παλάτια και τις ορχήστρες, είναι γιατί δεν πιστεύει πως αυτή η γυναίκα θα γυρίσει να τον κοιτάξει. Είναι κάτι το άπιαστο για εκείνον.

12715451_190565867970775_8099353141290532846_n– Γιατί επιλέγει να γίνει βασιλιάς; Υπάρχει ένα ξεκάθαρο χάσμα μεταξύ της τιμωρίας, της απαξίωσης και της βασιλείας. Υπάρχει κάτι ανάμεσα;

Δημήτρης:  Γιατί πιστεύει πως γίνοντας βασιλιάς ο ίδιος, έχει τα πάντα. Όλοι του υποκλίνονται. Πιστεύει πως θα πάει στο γραφείο και θα αρχίσουν τα σεις και τα σας. Πως θα πάρει την αποδοχή και την αγάπη που δεν είχε. Είναι μόνος του με τα δικά του παιχνίδια. Για αυτό το λόγο μιλάει με τα σκυλιά και όχι με τους ανθρώπους. Έχει ξεφύγει το μυαλό του, έχει περάσει τη λεπτή ακαθόριστη γραμμή που μιλάμε με το πραγματικό και το φανταστικό. Είναι αυτοβιογραφικό το έργο. Τον Γκογκόλ τον βρήκανε να αρνείται να φάει, και τον βρήκανε μετά από μεγάλη νηστεία κάτω από τα εικονίσματα.

– Στο τέλος ο ήρωας, μετά από όσα έχει περάσει, ζητάει την αποδοχή της μητέρας του. Τελικά αυτός ήταν ο σκοπός του;

Δημήτρης: Όλα εκεί αρχίζουν και όλα εκεί τελειώνουν. Πρώτα έχουμε να κάνουμε με την μήτρα, που αυτή γεννά και εκεί επιστρέφουμε, από την μήτρα της μάνας στην μήτρα της γης. Μόνοι ερχόμαστε, μόνοι φεύγουμε. Και η αποδοχή, η αγάπη, η αναγνώριση, η επιβεβαίωση, η επιβράβευση, είναι πράγματα που τα λαμβάνουμε από τα μικράτα μας. Έτσι, ο ήρωάς μου, κατάμονος, σε ένα πέταγμα του μυαλού του πια, βλέποντας την μάνα του σαν οπτασία, της ζητάει “μάνα πάρε με, συγχώρεσέ με. Πάρε με και κρύψε με στην αγκαλιά σου. Μάνα κάνε με να ηρεμίσω. Πουθενά δεν έχει στο κόσμο ο γιος σου μάνα θέση”. Γιατί ίσως δεν είχε και θέση στην μάνα του.

– Φεύγοντας ο θεατής από το θέατρο, τι είναι αυτό που θέλετε να έχει κρατήσει από την παράσταση;

Δημήτρης: Ελπίζω και εύχομαι να υπάρχει μια τροφή. Να σταθεί η παράσταση αφορμή για μια συζήτηση μετά. Πιστεύω να αναγνωρίσουν κάποιο από τα δικά τους στοιχεία, και να το παιδέψουν , να το ξορκίσουν, να το λύσουν. Ελπίζω να ζήσουμε πιο ελεύθεροι μέσα μας. Να βρούμε την πραγματική ευτυχία. Να μην ψάχνουμε την αποδοχή των άλλων, αλλά πρώτα να αγαπήσουμε και να αποδεχτούμε τους εαυτούς μας. Αν δεν αγαπήσουμε τον ευατό μας, δεν μπορούμε να ζητήσουμε να μας αγαπήσει ο άλλος.


Αναλυτικές πληροφορίες από τον Οδηγό Θεάτρου

TO HMEROLOGIO ENOS TRELOY - DHMHTRHS GIWTHS - PHOTO_1Το ημερολόγιο ενός τρελλού
Δραματοποιημένη λογοτεχνία
σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γιώτη και Αλέξανδρου Κλημόπουλου

Eliart

Μαριαλένα Δογγούρη

Μαριαλένα Δογγούρη

Η Μαριαλένα Δογγούρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991. Σπούδασε θεατρολόγος στο τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου Πατρών. Από μικρή είχε βαθιά αγάπη για το θέατρο και τις τέχνες γενικότερα. Μεγάλο χόμπι της η συγγραφή. Μεγάλη αγάπη της τα ζώα.
Μαριαλένα Δογγούρη