Γράφει η Εύα Πετροπούλου-Λιανού

Μία από καρδιάς συνέντευξη του Κούρδου αγωνιστή-συγγραφέα Τζεμίλ Τουράν στην Εύα Πετροπούλου-Λιανού που μας παραχώρησε για το kallitexnes.gr.

– Μίλησέ μας για τον άνθρωπο Τζεμίλ Τουράν; Τη ζωή σου στην Κωνσταντινούπολη. Πώς ήρθες στην Ελλάδα και τις σχέσεις σου με τους Έλληνες;

Tζεμίλ: « Θα ανταμώσουμε απέναντι με ελεύθερους ανθρώπους που είναι φίλοι μας και θα μας βοηθήσουν. Δεν μας θέλει η πατρίδα μας; Θα βρούμε άλλη» τους έδινε κουράγιο ο πατέρας (Απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Τζεμίλ Τουράν, «Αζάντ με λένε», εκδόσεις Ι.Μ. Σιδέρης

Ο Τζεμίλ Τουράν πήρε και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς. Από μικρός μαθαίνει για τον κουρδικό αγώνα και το χρέος προς την πατρίδα του, αφού η οικογένειά του είναι ενεργό μέλος στον πατριωτικό αγώνα. Όλα αυτά θα τον οδηγήσουν σε ένα δύσβατο μονοπάτι, με φυλακές και βασανιστήρια, κακουχίες, καταπάτηση των προσωπικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας του, τόσο του λόγου όσο και της ύπαρξής του. Ο Τζεμίλ Τουράν δραπετεύει το 1984 και περνάει στην Ελλάδα, όπου του δίνεται πολιτικό άσυλο και λίγο αργότερα η Ελληνική Υπηκοότητα. “Έχω δύο πατρίδες που τις αγαπώ πολύ”, θα μας εξομολογηθεί. “Νιώθω νοσταλγία για τη μία, την πραγματική μου πατρίδα μου, αλλά η Ελλάδα μού έδωσε πολλά και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι. Σκοπός μου είναι να φτάσει στα πέρατα του κόσμου ο αγώνας των Κούρδων, ενός αρχαίου λαού με ιστορία και πολιτισμό τουλάχιστον 7.000 χρόνων». Ο Τζεμίλ Τουράν έχει ήδη κερδίσει την αγάπη των Ελλήνων αναγνωστών και το πιο σημαντικό είναι ότι αυτός ο Κούρδος λογοτέχνης γράφει, εκφράζεται και δημιουργεί στην ελληνική γλώσσα.

– Πότε μπαίνει η δημοσιογραφία στη ζωή σου;

Tζεμίλ: Ο Τζεμίλ και η δημοσιογραφία ερωτοτροπούν δειλά από το Πανεπιστήμιο. Στο σύντομο χρονικό διάστημα από το 1980 έως και το 1984 θα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και θα γράφει ποιήματα σε τετράδια – κάποια από αυτά χάθηκαν ή κάηκαν ύστερα από αστυνομικές έρευνες στο πατρικό του σπίτι. Ο Τζεμίλ θυμώνει και σταματάει να γράφει. «Είναι σαν να έχω χάσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ελάχιστα από όσα είχα γράψει τότε, και όσο οι απαγορεύσεις διαρκούσαν, για 8 χρόνια δεν μπορούσα να γράφω στα Κουρδικά, ούτε στα Τουρκικά. Όμως υποσχέθηκα στο παππού μου να καταγράψω όλες τις ιστορίες που μου αφηγούνταν όσο ήμουν μικρός».

– Αναφορά στα βιβλία του Τζεμίλ Τουράν; Από πού εμπνεύστηκες; Έχεις ένα μήνυμα που θέλεις να τονίσεις μέσα από τα γραφτά σου ;

Βιβλια Τζεμιλ Τουραν

1. Αζάντ με λένε 2. Εκεί ο θεός κοιμόταν 3. Τα παιδιά του Αραράτ (σε επανέκδοση) 4. Η Νύχτα που έβλεπε τη μέρα 5. Τα μάτια του λύκου 6. Το ματωμένο χιονολούλουδο.

xionolouloudoTζεμίλ: Η ευκαιρία θα του δοθεί. Ο Τζεμίλ στην Ελλάδα, με το πέρασμα του χρόνου, νιώθει ελεύθερος και έτοιμος να κρατήσει την υπόσχεσή του, πως θα καταγράψει τους αγώνες και τη μαύρη καθημερινότητα των Κούρδων. Εν τω μεταξύ ζητάει από την οικογένειά του στην Τουρκία να βρει όποια τετράδια είχαν γλιτώσει από τους εξονυχιστικούς ελέγχους των ασφαλιτών στο πατρικό του. Το πρώτο βιβλίο του, «Το Ματωμένο Χιονολούλουδο», εκδίδεται το 2000. «Ο δικός μου ο παππούς, όταν μας μάζευε μπροστά στο τζάκι, μαζί με τον αρωματικό καπνό της πίπας του γέμιζε το καθιστικό και τις καρδιές μας με την ιστορία του κουρδικού λαού. Η πορεία του κουρδικού λαού, οι βαθιές του ιστορικές ρίζες θα είχαν χαθεί αν οι παππούδες μάς έλεγαν μόνο παραμύθια. Τότε θα λέγαμε μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας λαός. Τώρα λέμε ζει, υπάρχει και κυνηγιέται ένας λαός, που όμως αντιστέκεται και αντέχει, παρόλο που προσπάθησαν να του ξεριζώσουν τις μνήμες, μ’ όλο που του απαγόρευσαν τη γλώσσα του. Σε κείνες τις οικογενειακές στιγμές, σε κείνα τα μαχητικά μάτια, σε κείνα τα μετρημένα λόγια, στα παραμιλητά της Ζελχέ, στο κρυμμένο χιονολούλουδο στην τσέπη του Αμπντουλάχ χρωστάω ό,τι αγάπησα πάνω κι από τη ζωή μου: την πατρίδα μου.» Ο Τζεμίλ Τουράν για δύο χρόνια με υπομονή κι αγάπη, σαν ένα κέντημα, θα ψάχνει και θα βρίσκει τη σωστή λέξη, τη σωστή έκφραση. Γράφει σε απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι αυθεντικός, αληθινός και ειλικρινής. Ο σκοπός τους άλλωστε είναι ένας να κάνει γνωστό τον αγώνα του κουρδικού λαού.

lykosΤο 2003 έρχεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το μυθιστόρημά του «Τα μάτια του λύκου». «Τα μαύρα ταξίδια είναι ένα ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ένα φονικό παιχνίδι στη γραμμή των συνόρων. Όταν ο Ντανιέλ αποφάσισε να γίνει κατσαχτσής, ήξερε ότι θα ακολουθήσει μια μεγάλη σύγκρουση με την κρατική εξουσία, με τον κατακτητή. Σε κάθε βήμα του και μια παγίδα σαν κι αυτές που έστηνε ο ίδιος το χειμώνα στους λύκους, μέχρι που αντικρίζοντας τα μάτια της λύκαινας είδε όλη τη ζωή του… Η ιστορία του Κούρδου Ντανιέλ δημοσιεύθηκε στις τουρκικές εφημερίδες προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, τότε που η τουρκική δικαιοσύνη προσπαθούσε να σκεπάσει την υπόθεσή του και ροκάνιζε το χρόνο. Τότε που η γυναίκα του, η Ζιλάν, εκδικήθηκε και τίμησε αυτό τον έρωτα που μόλις πρόλαβε να γευτεί, αυτή την πατρίδα που δεν είδε ποτέ λεύτερη».

i-nixta-pou-evlepe-ti-meraΑργότερα, το 2006, θα ακολουθήσει ένα βιβλίο γροθιά, «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα», μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, για την αξία των κοινωνικών αγώνων… «Η ανάγκη για φυγή από την άθλια πραγματικότητα οδήγησε τον Πολάτ και τους πέντε φίλους του να ασχοληθούν με το θέατρο. Το “θέατρο του δρόμου” τον έφερε σε επαφή με τους απεργούς-αγωνιστές σε μια Τουρκία όπου η βία και οι δολοφονίες ήταν πλέον πικρή, μαύρη καθημερινότητα. Ποτέ δεν περίμενε όμως ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα συναντούσε και κάποιον που έβλεπε με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα, έτσι όπως δεν μπορούσε να τα δει κανείς άλλος. Ο Κασίμ, τυφλός από παιδί, ήταν από τους επικεφαλής στον ξεσηκωμό των εργατών σ’ ένα καπνεργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης. Η Νεσρίν τον αγάπησε με την πρώτη ματιά κι εκείνος με τα πρώτα δειλά αγγίγματα. Ο ένας στρατιωτικός νόμος μετά τον άλλο είχαν γονατίσει την Τουρκία. Ο σύλληψη του Κασίμ δεν άργησε. Και δεν ήταν η απλή φυλάκιση. Ήταν τα βασανιστήρια που εξόντωναν τους κρατούμενους… Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, για την αξία των κοινωνικών αγώνων και, εντέλει, για όλους εκείνους που έχουν την ψυχή οδηγό για τους αγώνες τους». Κάθε βιβλίο του Τζεμίλ είναι μια μαρτυρία, μια κραυγή προς την ελευθερία γιατί όπως ο ίδιος πιστεύει «θέλω να μιλήσω για τον κουρδικό λαό, οι Κούρδοι δεν είναι οι καημένοι μετανάστες, χωρίς πατρίδα και σκοπό. Θέλω να σταματήσει ο κόσμος να τους βλέπει σαν ένα πολεμοχαρή λαό, που συνέχεια πολεμάνε στα βουνά. Θέλω να μάθει ο κόσμος ποιοι είναι, πώς αγαπούν, πώς παντρεύονται, πώς διασκεδάζουν. Μέσα από τα βιβλία μου με κάποιο τρόπο μιλάω για τον πολιτισμό, την κουλτούρα μας την ιστορία μας, τα ήθη και τα έθιμά μας.»

69065_124625477593091_6910_nΤο 2008 εκδίδεται το βιβλίο του «Τα παιδιά του Αραράτ». «Όταν ένα μικρό χεράκι χαστούκιζε το άγαλμα του “πατέρα των Τούρκων” κανείς δεν μπορούσε να προδιαγράψει την εξέλιξη. Πάντως όλα έδειχναν ότι η ζωή αυτού του παιδιού δεν θα κυλούσε ερήμην… “Το μαύρο είναι το πένθος μας, το κόκκινο είναι το αίμα μας. Από το πρώτο του φάσκιωμα έμαθε ποιος είναι. Προτού προλάβει ν’ αγαπήσει τη ζωή αγάπησε την πατρίδα του. Με τ’ όνομά της τον νανούριζε η μάνα του. Και όλα, μα όλα τα βράδια, οι ιστορίες του τόπου του βρίσκονταν μιαν ανάσα πριν απ’ το “καληνύχτα”. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να λέει δυνατά πως είναι Κούρδος κι έβγαλε το θυμό του, παιδί ακόμα, χαστουκίζοντας το άγαλμα του Κεμάλ. Από τότε γνώρισε όλες τις φυλακές της Τουρκίας. Τα βασανιστήρια σημάδεψαν το κορμί και το μυαλό του. Βγήκε στο αντάρτικο, στο Αραράτ. Είδε συντρόφους του να πεθαίνουν για την πατρίδα, γυναίκες και παιδιά να γίνονται λάφυρα στα χέρια του θανάτου, ώσπου δραπέτευσε έχοντας μαζί του μόνο ένα μικρό κομμάτι σχισμένης επιστολής…»

image002Ακολουθεί ακόμη μια μαρτυρία, ένα ακόμη βιβλίο το 2013, μια αφήγηση που είχε ξεκινήσει από το 1975 σε εκείνα τα τετράδια, τα φοιτητικά, με τραγούδια και ποιήματα. Μια αφήγηση που διακόπηκε από τα μαύρα χρόνια της προσφυγιάς και της στέρησης. Ο Ντιβανέ, όμως, ο ασκητικός άντρας με το μεγάλο σα φεγγάρι μεντίρ του, με τη βαθιά φωνή του, δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό του Τζεμίλ. Το 1995 πηγαίνει στην Αρμενία για να βρει τον φίλο του Ντιβανέ, τον Γκερμό. Έτσι, μαζεύοντας όλες αυτές τις αναμνήσεις και τις στιγμές ο Τζεμίλ θα γράψει το βιβλίο «Εκεί ο θεός κοιμόταν». «Όταν το βουνό γίνεται πεδιάδα, χάνεται η ελπίδα ν’ ανέβεις στην κορυφή, αλλά μπορείς να σπείρεις. Ο πόλεμος αυτός δεν τους αφορούσε. Δεν ήταν για την πατρίδα τους, να πεις, ούτε καν για τη θρησκεία τους. Κι οι δυο όμως καμώνονταν πως ήξεραν γιατί πολεμούν στη “Δροσιά της Αυγής”. Ο ένας πιάστηκε στη φάκα μιας ατελείωτης στρατιωτικής θητείας, ο άλλος, στρατιωτικός καριέρας. Έσμιξαν στην αιχμαλωσία, χάθηκαν στην ελευθερία. Πορεύτηκαν με όνειρα χαμένα, με ιδέες προδομένες. Ο Ντιβανέ και ο Γκερμό. Παράξενα ανταμώθηκαν οι δρόμοι τους, απολογητικά εξομολογήθηκαν τις ζωές τους, γλυκόπικρα ζωντάνεψαν τις μνήμες τους. Ο Ντιβανέ ζούσε πια με τα μοιρολόγια, και μέσα απ’ αυτά αφηγούνταν τη ζωή του και την περιπέτεια πέντε χιλιάδων Τούρκων στα δύσβατα εδάφη της Κορέας, ώσπου του το απαγόρευσαν κι αυτό».

Χρειάστηκαν περίπου είκοσι χρόνια για να ταξιδέψουν αυτά τα μοιρολόγια από τη μια πλευρά του Αραράτ στην άλλη, να συναντήσουν το φίλο του Γκερμό και να σφραγίσουν επιτέλους μια επί χρόνια χιμαιρική συζήτηση

azad-me-leneΤο πιο πρόσφατο, μια συγκινητική ιστορία ενός μετανάστη 14 χρόνων, «Αζάντ με λένε» έρχεται να συγκλονίσει και πάλι το αναγνωστικό κοινό και να δώσει την αληθινή εικόνα αυτή της πορείας προς την ελευθερία, ανθρώπων που γίνονται πρόσφυγες από ανάγκη, κι όχι από επιλογή, αυτής της μεγάλης φυγής που δεν έχει τέλος κι έχει συγκλονίσει όλη την ανθρωπότητα. «Είδε τη μάνα του να αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού τους καθώς το εγκατέλειπαν για τη μεγάλη φυγή. “Να μπει αέρας, να πάρει και να διαλύσει τη μυρωδιά μας. Ούτε αυτή θέλω ν’ αφήσω σ’ αυτόν τον άπονο τόπο. Τίποτα. Φτάνουν οι τάφοι μας”. Ο Αζάντ δεν ήξερε γιατί έπρεπε να φύγουν, ούτε και είχε λόγο στις αποφάσεις, εφηβάκι ήταν, στα δεκατέσσερα. Προορισμός η ελευθερία και ο πολιτισμός, η Ελλάδα. “Θα ανταμώσουμε απέναντι με ελεύθερους ανθρώπους που είναι φίλοι μας και θα μας βοηθήσουν. Δεν μας θέλει η πατρίδα μας; Θα βρούμε άλλη”, τους έδινε κουράγιο ο πατέρας. Στο Ιράκ δεν είχαν ζωή. Ζούσαν με τη βεβαιότητα του θανάτου. Και μια ανάσα πριν από το “απέναντι”, ένα ποτάμι πριν φτάσουν στη γη της φιλίας, χάθηκαν όλα. Κι έμεινε μόνος του, αμούστακο παιδί, να πρέπει να αποφασίζει, να ακολουθεί, να αρνείται, να επιδιώκει, να αντιστέκεται, να γλιτώνει, να βρίσκει και να χάνει… Οι άνθρωποι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, το ίδιο και τα σύνορα, οι συνήθειες, οι θρησκείες, τα ερωτικά σκιρτήματα. Κι όλα γίνονταν για έναν στόχο: για το διαβατήριο, που από παράνομο πολίτη του κόσμου θα έκανε τον Αζάντ επισκέπτη στην πατρίδα του, με την ελπίδα να βρει τους δικούς του. Η τύχη όμως κάποιες φορές αποσύρει την παρουσία της από τις επιλογές και κάνει το δικό της παιχνίδι, σε άλλους τόπους, με άλλους ανθρώπους, με άλλα ανταμώματα».

– Γράφεις στα ελληνικά . Γιατί διάλεξες αυτή τη γλώσσα για να εκφραστείς ;

Tζεμίλ: Ζω στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια, είμαι έλληνας πολίτης και φορολογούμενος. Αγαπώ την Ελλάδα, είναι η δεύτερη πατρίδα μου και γράφω στα ελληνικά, με υπομονή και διαλέγοντας προσεχτικά τις λέξεις, το τόνο, την εικόνα, το ρήμα. Μιλάω για την πατρίδα μου, για την ιστορία της. Μέσα από τα βιβλία μου κάνω κι εγώ τον προσωπικό μου αγώνα, νομίζω ότι προσφέρω στο Κουρδιστάν.

– Έχεις αντιμετωπίσει το ρατσισμό στην Ελλάδα;

Tζεμίλ: Προσωπικά δεν έχω αντιμετωπίσει περιστατικά ρατσισμού. Ο ρατσισμός για μένα έχει να κάνει με τη συμπεριφορά και την παιδεία του καθενός. Θα σας διηγηθώ δύο ατυχή περιστατικά. Το πρώτο συνέβη στη Ζάκυνθο, όπου βρισκόμουν διακοπές και είχα επισκεφτεί την παραλία όπου γεννάει η χελώνα καρέτα- καρέτα. Εκεί συνάντησα έναν νεαρό που έπαιζε μέσα στην προστατευμένη περιοχή και του ζήτησα να απομακρυνθεί γιατί ενοχλεί τη χελώνα, και μου απάντησε με αυθάδεια: «Εσύ να πας στη χώρα σου!». Το θεωρώ και πάλι ένα μεμονωμένο γεγονός, που έχει να κάνει με τα προσωπικά βιώματα και την εκπαίδευση του καθενός.

– Ποια η άποψή σου για το μεταναστευτικό-προσφυγικό;

Tζεμίλ: Είμαι Έλληνας πολίτης τα τελευταία 32 χρόνια. Είμαι δημοσιογράφος και υπηρετώ την αλήθεια. Υποστηρίζω τη σωστή πληροφορία και στα βιβλία μου έχω πει πολλές αλήθειες για το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, οι πόλεμοι καλύτερα, γιατί δεν έχουν σταματήσει ποτέ, θα βλέπουμε ανθρώπους να αναζητούν το δρόμο προς την ελευθερία. Χρειάζεται σεβασμός στη διαφορετικότητα των ανθρώπων, είτε πρόκειται για το χρώμα, την κουλτούρα ή τη θρησκεία. Οι άνθρωποι θα πρέπει να ζουν ελεύθερα, μαζί, να συμβιώνουν. Ας πούμε για το Βόρειο Ιράκ, όπου έχει δημιουργηθεί το Κουρδιστάν. Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Εκεί ζουν ειρηνικά ήδη μουσουλμάνοι, χριστιανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι και Εζιντί. Σ’ αυτό το νεοσύστατο κράτος έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα και όλοι σέβονται, για παράδειγμα, τις θρησκευτικές γιορτές του άλλου, όπως το Ραμαζάν για τους μουσουλμάνους, το Πάσχα για τους χριστιανούς και την Κόκκινη Τετάρτη. Επίσης είναι εντυπωσιακή η θέση της γυναίκας, σε πλήρη αντίθεση με όσα ισχύουν για άλλα κράτη στη Μέση Ανατολή. Οι διαφορές μπορούν να μας ενώσουν κι όχι να μας χωρίσουν. Κι αυτό μόνο ο σεβασμός στον συνάνθρωπο μπορεί να το καταφέρει. Γι’ αυτό και συγχαίρω αυτούς τους απλούς ανθρώπους, τους ψαράδες, που βουτούν στα παγωμένα νερά του Αιγαίου για να σώσουν τους πρόσφυγες. Χαιρετώ και ευχαριστώ όλους τους εθελοντές που βοηθούν. Άλλωστε οι Έλληνες γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει μετανάστευση και προσφυγιά. Είμαι σίγουρος ότι με την εξάλειψη του ρατσισμού και του φανατισμού, τη βοήθεια για τη σωστή καταγραφή των ανθρώπων που περνούν τα σύνορα, τη συνεχή στήριξη και υποστήριξη για τον εγκλιματισμό τους, θα μπορέσουμε να ζήσουμε ειρηνικά. Ξέρω πως θέλει μεγάλη προσπάθεια και πολλή παιδεία. Αλλά τίποτα δεν καταχτιέται χωρίς αγώνα.

– Πώς βλέπεις τα τελευταία γεγονότα στη Γαλλία;

Tζεμίλ: Η Γαλλία ζει μια φρίκη. Χτυπήθηκε ο δυτικός τρόπος ζωής, χτυπήθηκε ο γαλλικός τρόπος, η διασκέδαση, η κουλτούρα. Η Γαλλία θα χρειαστεί να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική τακτική. Αλλά όλα αυτά έχουν ξεκινήσει πριν πολλά πολλά χρόνια. Πιστεύω όσο υπάρχει αδικία, θα υπάρχει πόλεμος και όποια μορφή εκμετάλλευσης θα ακμάζει σε μέγιστο βαθμό. Μόνο τα μεγάλα συμφέροντα εξυπηρετούνται και αυτό φαίνεται εδώ και χρόνια που ο πόλεμος συνεχίζεται στη Μέση Ανατολή, Συρία, Κουρδιστάν. Δυστυχώς ο φανατισμός από όποια μεριά κι εάν προέρχεται δεν βοηθάει σε τίποτα. Στη Συρία, για παράδειγμα, υπάρχει ένα μεγάλο θρησκευτικό θέμα με τους σιίτες, τους σουνίτες και τους αλεβίτες, που έχει οδηγήσει σε πόλεμο τη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια. Προσθέτοντας και το φανατισμό, με αποτέλεσμα την ισλαμοβοφία: όλοι οι μουσουλμάνοι είναι κακοί. Δυστυχώς, υπάρχει φανατισμός σε όλα τα επίπεδα των θρησκειών και το αποτέλεσμα ενός πολέμου που διαρκεί για τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε ανάπτυξη. Τα παιδιά δεν μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους, λόγω των απαγορεύσεων κατά της κουρδικής γλώσσας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν μπορούν να εκπαιδευτούν ή να έχουν άποψη για όποιο γεγονός μπορεί να συμβαίνει, οπότε φυσικό επόμενο ο οποιοσδήποτε να μπορεί να τους δώσει ένα μαχαίρι και να τους ζητήσει να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Όλα αυτά είναι επακόλουθα του ρατσισμού, της γκετοποίησης και της ξενοφοβίας, που μοναδικό σκοπό έχει να χωρίσει κι όχι να ενώσει τους λαούς. Πάντως αυτά που συμβαίνουν είναι το αποτέλεσμα. Η αιτία κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στις συναλλαγές, στο εμπόριο πετρελαίου από τη μια, όπλων από την άλλη. Δεν είναι μόνο ο φανατισμός που οπλίζει τα χέρια. Κι εκείνο που πρέπει να διαφυλάξουμε στην Ευρώπη είναι πως όλοι οι μουσουλμάνοι δεν είναι τρομοκράτες, δεν είναι δολοφόνοι .

– Υπάρχουν στιγμές που νοσταλγείς ή θλίβεσαι για το «πολίτης χωρίς πατρίδα»;

Tζεμίλ: Είμαι Κούρδος. Αυτή τη στιγμή οι Κούρδοι βρίσκονται σε τέσσερις χώρες: Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Συρία. Ο κουρδικός λαός έχει μια ιστορία που κατάφερε να μείνει ζωντανή χάρη στην προφορική παράδοση. Η χώρα μου είναι πιο μεγάλη σε έκταση από τη Γαλλία. Έχω πληγωθεί και κυνηγηθεί. Τα τελευταία 32 χρόνια, όμως, βρήκα μια νέα πατρίδα. Η Ελλάδα με έμαθε πολλά. Δουλεύω ως δημοσιογράφος και έχω τη δυνατότητα να μιλάω και να υπηρετώ την ιστορία του λαού μου, αλλά και να την κάνω γνωστή. Δεν είμαι μόνο Κούρδος. Είμαι πολίτης του κόσμου όλου. Φυσικά νοσταλγώ την πατρίδα μου, την οικογένειά μου και έχω στιγμές θλίψης κι ελπίζω να επιστρέψω πίσω, για να δω το βουνό μου, το Αραράτ -όντας μικρός ξυπνούσα νωρίς κι έμενα ώρες στο παράθυρο να το χαζεύω, μερικές φορές όμως είχε ομίχλη και αυτή έκρυβε το βουνό μου- τότε ήταν που φώναζα ότι μου έκλεψαν το βουνό μου!!! Ευελπίστώ οτι όταν γυρίσω, το βουνό μου, το Αραράτ θα στέκει εκεί ψηλά και θα με περιμένει.

– Tι άλλο ετοιμάζεις. .. Πες μας τα μελλοντικά σχέδιά σου.

Tζεμίλ: Ετοιμάζω ένα λεύκωμα, στο οποίο θα συγκαταλέγονται κείμενα από όλα τα βιβλία μου και θα συνοδεύονται με 45 έργα ζωγραφικής ενός φίλου Αλβανού ζωγράφου, του Κρίστιαν Ζάρα. Είναι η πρώτη φορά που μιλάω γι’ αυτό. Το λεύκωμα θα έχει τον τίτλο: «Χρώματα που μυήθηκαν στις ζωές μας». Η έκθεση ζωγραφικής θα γίνει στο Μουσείο Μπενάκη και μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης θα προσφέρω τα έργα στο Εθνικό Μουσείο του Κουρδιστάν στο Β. Ιράκ. Ελπίζω να γίνει άμεσα και είμαστε σε συζητήσεις και αναζητήσεις χορηγιών.

– Μια ευχή…

Tζεμίλ: Θέλω να δω την πατρίδα μου ελεύθερο κι ανεξάρτητο κράτος. Η ευχή μου βρίσκεται σε ένα απόσπασμα, στο πίσω μέρος , από το βιβλίο μου, «Τα παιδιά του Αραράτ»:

Τώρα πια, απ’ την Ελλάδα, αγωνίζεται να ελευθερωθεί το Κουρδιστάν, αλλά και να εκπληρώσει μιαν υπόσχεση: να κάνει για όλους τους Κούρδους αγωνιστές ένα μνημείο στο Αραράτ, με ένα καντηλάκι που θα καίει πάντα όπως έκαιγαν και οι ψυχές τους

Αζάντ-με-λένε

 

Βιογραφικό

tzmilΟ Τζεμίλ Τουράν γεννήθηκε τη δεκαετία του ’50 στο Κουρδιστάν της Τουρκίας, στην περιοχή Σερχάτ. Μεγάλωσε σε φορτισμένο πατριωτικό κλίμα. Έκανε ανώτατες σπουδές στην Άγκυρα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Εντάχθηκε και αγωνίστηκε στην πρώτη γραμμή του απελευθερωτικού αγώνα του Κουρδικού Κινήματος. Έζησε τις δύο χούντες της Τουρκίας, του 1971 και του 1980. Κυνηγήθηκε για την αγωνιστική και πολιτική του δραστηριότητα, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Διέφυγε το 1984, πέρασε στην Ελλάδα, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο, και αργότερα απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Υπουργείο Τύπου. Άρθρα του και πολιτικές αναλύσεις του δημοσιεύονται στον κουρδικό και ελληνικό Τύπο. Αφηγήθηκε τη ζωή του στον Νίκο Κάσδαγλη και γράφτηκε το βιβλίο «Το Αραράτ αστράφτει». Επιμελήθηκε το ιστορικό βιβλίο του Κεμάλ Μπουρκάι «Οι Κούρδοι και το Κουρδιστάν». Το μυθιστόρημά του «Το ματωμένο χιονολούλουδο» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο Κούρδου που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα. Ακολουθούν πάντα στα ελληνικά, “Τα μάτια του λύκου” (2003), “Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα” (2006), και “Τα παιδιά του Αραράτ” (2008). Το 2013 κυκλοφορεί (Εκδόσεις Novelbooks – I. Σιδέρης), το μυθιστόρημα “Εκεί ο θεός κοιμόνταν” και το πρόσφατο “Αζάντ με λένε” (2015). Η ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο είναι: www.cemilturan.gr.

Βιβλία Τζεμίλ Τουράν

vivlia_turan