Συνέντευξη με την ερμηνεύτρια-εκπρόσωπο της Eurovision 1997, Μαριάννα Ζορμπά

Mε μια καριέρα που ξεκινά τη δεκαετία του ‘90, με κορυφαία στιγμή τη Eurovision του 1997, η ερμηνεύτρια Μαριάννα Ζορμπά, μοιράζεται μαζί μας τις αναμνήσεις της, τα χρόνια της στη Γερμανία, και κυρίως όλα όσα ετοιμάζει ενόψει της επανεμφάνισής της σε αθηναϊκή μουσική σκηνή, και συγκεκριμένα στο  HolyWood Stage.

Καλωσορίζουμε τη σπουδαία ερμηνεύτρια Μαριάννα Ζορμπά, η οποία μαζί με τη μουσική της ομάδα, μας υπόσχεται ένα ξεχωριστό βράδυ αφιερωμένο σε λαϊκά τραγούδια που όλοι αγαπήσαμε, καθώς και δικές της δημιουργίες,  την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου, στις 9 το βράδυ, στο HolyWood Stage. Πώς αισθάνεστε ενόψει αυτής της τόσο ξεχωριστής βραδιάς;

Μαριάννα Ζορμπά: Είναι πραγματικά μια ξεχωριστή βραδιά, γιατί μετά από 25 ολόκληρα χρόνια, ξανά τραγουδάω στο Αθηναϊκό κοινό. Μετά την εμφάνισή μου στη Eurovision το 1997, η τελευταία σεζόν που τραγούδησα στην Αθήνα, ήταν τον χειμώνα ‘97 με ‘98. Τραγουδούσαμε  με τον Μανώλη τον Μανουσέλη το Ντίνο Μαμάκο και τον πρόσφατα θανόντα Μίμη Αντύπα, στο “Ξεχασμένο πηγάδι”, ένα υπέροχο μαγαζάκι στα Πατήσια, στην Αγίας Λαύρας. Από εκεί και πέρα σταμάτησα πλέον να τραγουδάω στην Αθήνα. Οπότε όπως καταλαβαίνεις, για μένα αυτό το live, είναι πολύ σπουδαίο. Αισθάνομαι δηλαδή ότι θα ξαναδώ φίλους και γνωστούς που έχω να τους δω, μπορεί και 25 χρόνια, Θα γνωρίσω επίσης καινούργιους, νέα άτομα που θα γίνουμε φίλοι. Νομίζω ότι θα είναι μια βραδιά υπέροχη και είναι και ο χώρος πολύ ξεχωριστός, οπότε αισθάνομαι ότι θα είναι κάτι το ιδιαίτερο.

Συστήστε μας, αν θέλετε, τους μουσικούς σας συνεργάτες, οι οποίοι θα πλαισιώσουν την εμφάνισή σας στο HolyWood Stage.

M.Z.: Η ομάδα που θα παίξει μαζί μου εκείνο το βράδυ είναι μία ομάδα που αποτελείται από τέσσερις μουσικούς: τον Βλαδίμηρο Πέτσα που παίζει τύμπανα και κρουστά, που είναι ο πιο παλιός συνεργάτης μου, διότι με τον Βλαδίμηρο πήγαμε και στη Eurovision,  τον Νίκο Τσαχτσίρη στο μπάσο που θα αντικαταστήσει τον Τάσσο Γρηγοριάδη, που του προέκυψε κάτι την τελευταία στιγμή, ο Θεόφιλος Καλμανίδης  στην κιθάρα και το μπουζούκι και ο Ερμής Βογιατζής στα πλήκτρα, ο οποίος έχει επίσης και τη μουσική επιμέλεια. Αφήνω τελευταίο μιας και είναι ο νεότερος κατά σειρά ηλικίας, τον βενιαμίν  της παρέας, που είναι ο Μάριος Καπηλίδης. Ο Μάριος είναι ένας εξαιρετικός νέος μουσικός που παίζει φαγκότο και τραγουδάει, και είναι ο γιος του μαέστρου Δημήτρη Καπηλίδη. Ο Δημήτρης Καπηλίδης ήταν, σημειωτέον, ο μαέστρος της πρώτης μου δισκογραφικής δουλειάς.

Ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας, δικά σας “παιδιά” (τραγούδια); Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής τους και ποιες οι συνθήκες στις οποίες γράφτηκαν; 

M.Z.: Δυστυχώς έχω γράψει ελάχιστα τραγούδια στη ζωή μου και ο λόγος είναι ότι απέφευγα να ασχοληθώ με τη σύνθεση γιατί νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα καλά. Με ψιλοπίεζε  ο Γιώργος Λεκάκης ο στιχουρχός και πολύ καλός μου φίλος. Έτσι λοιπόν δημιουργηθηκε το “Με ταξιδεύεις” και το “Άσε τις εξηγήσεις”. Να σημειώσω εδώ ότι επειδή είμαι φύσει ανασφαλής, στα  live μου απέφευγα να πω δικά μου τραγούδια, διότι τα σύγκρινα με τα τραγούδια μεγάλων σύνθετων και έλεγα μέσα μου, “τι είναι αυτό μπροστά στον Θεοδωράκη; τι είναι μπροστά στο Χατζιδάκι, στον Ξαρχάκο, στον Λοΐζο;”. Ακόμα και όταν  οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου έκαναν live κι έπαιζαν τα δικά τους τραγούδια, ήμουν η μοναδική που δεν έλεγα κάτι δικό μου. Αυτή τη φορά όμως, αποφάσισα να ξεπεράσω τις ανασφάλειες μου και να συμπεριλάβω στο live μου, τραγούδια από τους δίσκους μου αλλά φυσικά και το “Χόρεψε“.

Ποιες οι εντυπώσεις σας και ποια η εμπειρία που αποκομίσατε ως διαγωνιζόμενη στη Eurovision του 1997, με το τραγούδι “Χόρεψε”; 

M.Z.: Ο εσωτερικός διαγωνισμός για το ποιο τραγούδι θα εκπροσωπούσε τη χώρα στη Eurovision είχε ήδη γίνει και έχει ήδη προκριθεί το συγκεκριμένο τραγούδι ως σύνθεση. Δεν το γνώριζα αυτό. Αρχικά, όταν μου είπαν ότι πρόκειται για το τραγούδι της Eurovision, σκέφτηκα, ότι κάποιος θέλει να κάνει ένα demo για να το στείλει στον εσωτερικό διαγωνισμό. Τέλος πάντων… πάω στο σπίτι του συνθέτη του Μανώλη Μανουσέλη (που έγινε και ο σύζυγος μου στην πορεία),  και αφού με άκουσαν να τραγουδάω, μου ξεφουρνίζουν ότι πρέπει να τρέξουμε τις διαδικασίες και πως την επομένη κιόλας μέρα έπρεπε να πάω στην ΕΡΤ για  να υπογράψω. Μόλις το άκουσα αυτό, πάγωσα για μερικά δευτερόλεπτα… “Δηλαδή, τους λέω, εγώ θα εκπροσωπήσω την Ελλάδα στη Eurovision; Και μου λένε, “δεν κατάλαβες τι έγινε; Αυτό είναι το τραγούδι που έχει ήδη προκριθεί και ψάχναμε να βρούμε τραγουδίστρια, και έτσι γυρίζοντας από δω και από κει φτάσαμε στο δικό σου όνομα”, και παθαίνω σοκ! Για εμένα η Eurovision, όπως και το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, ήταν παιδικό όνειρο. Και αρχίζει λοιπόν αυτό το ωραίο ταξίδι…

Ξεκινάμε να κάνουμε τις ηχογραφήσεις μας, το video clip, και έτσι φτάνουμε στο Δουβλίνο με μία υπέροχη ομάδα. Είχα λοιπόν μαζί μου στην σκηνή δύο εξαιρετικούς κρουστούς: τον Πέτρο τον Κούρτη και το Βλαδίμηρο Πέτσα, το Δημήτρη Μαργιολά στο λαγούτο και τον Νίκο Κατσίκη στο τζουρά. Φυσικά με συνόδεψε η ορχήστρα της κρατικής ραδιοφωνίας της Ιρλανδίας υπό τη διεύθυνση του Ανακρέοντα Παπαγεωργίου. Δυστυχώς όμως οι ηχολήπτες του φεστιβάλ δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτόν τον παραδοσιακό ήχο. Γι’ αυτό και το γενικότερο ηχητικό αποτέλεσμα, ήταν κατώτερο από το αναμενόμενο, παρ’ ό,τι η ορχήστρα και η φωνή μου ήταν εξαιρετικά. Κάτι που θέλω επίσης εδω να αναφέρω, είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε ενδυματολόγος, ούτε χορογράφος για να επιμεληθεί την σκηνική μου  παρουσία. Έτσι λοιπόν σε μια σκηνή μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων θεατών στάθηκα να τραγουδήσω και να κινηθώ όπως εγώ ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω. Κατά την επιστροφή μου στην Ελλάδα μου καταλογίστηκε ότι δεν είμαι περφόρμερ (σαν τον Ρουβά ή την Παπαρίζου λόγου χάρη), γεγονός το οποίο ήταν απόλυτα αληθινό, αφού προερχόμουν από το χώρο του έντεχνου τραγουδιού στον οποίο κανένας δεν ασχολείται με τη σκηνική σου παρουσία, παρά μόνο με τη φωνή. Οπότε αυτό ήξερα και αυτό έκανα. Θεωρώ ότι ήταν ό,τι καλύτερο πραγματικά μπορούσα, δεδομένων των συνθηκών. Και επειδή εκ των υστέρων έμαθα με ποιο τρόπο γινόταν η ψηφοφορία,  η 12η θέση που τελικά έλαβε το κομμάτι της Ελλάδας, εκείνη τη χρονιά δεν είχε να κάνει  αποκλειστικά με την δική μου παρουσία.

Είναι γνωστό ότι πέρα από την Ελλάδα κάνατε σπουδαία καριέρα και στη Γερμανία τόσο ως μουσικός όσο και ως εκπαιδευτικός μουσικής στην εκεί Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ποιες είναι οι αναμνήσεις και όλα όσα λάβατε και δημιουργήσατε σε έναν άλλο τόπο με άλλους ανθρώπους;

M.Z.: Στη Γερμανία πήγα το 2010 ως αποσπασμένη εκπαιδευτικός σε σχολεία της Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Πριν ξεκινήσω από την Ελλάδα για τη Γερμανία σκέφτηκα να έρθω σε επαφή με κάποιες κοινότητες των Ελλήνων, με τη σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι ίσως μας βοηθήσουν να βρούμε σπίτι, να τακτοποιηθούμε, και τα λοιπά. Και έτσι κι έγινε… Έρχομαι λοιπόν  σε επαφή με την κοινότητα των Ελλήνων του Βούπερταλ,  όπου αντιμετωπίζω μια ομάδα  ανθρώπων που άνοιξε μια αγκαλιά απίστευτη. Τους ένιωσα λες και ήταν συγγενείς μου,  υπέροχοι άνθρωποι σαν τον πρόεδρο της κοινότητας τον κ.Γιώργο Παρίδη, τη Σουλτάνα Γκούσαλη, τον Γιάννη  Στεργιόπουλο, τη Φρόσω και τον Λευτέρη Σαββίδη, οι οποίοι μας υποδέχτηκαν στη Γερμανία, μας βρήκαν σπίτι και ήταν συνεχώς κοντά μας από το πρώτο κιόλας τηλεφώνημα που τους είπα ότι θα είμαι  η καινούρια μουσικός  του ελληνικού σχολείου. Τους είπα ότι έρχομαι για να κάνουμε  πολλά πράγματα μαζί. Τους το είχαν πει και άλλοι παλιότερα και δεν το πιστέψανε, όμως  όταν εγώ ανέβηκα και αφού τακτοποιήθηκα, αμέσως έκανα τις πρώτες κινήσεις ώστε να βοηθήσω την ελληνική κοινότητα. Συγκεκριμένα, δημιουργήσαμε χορωδία από το πουθενά, γεγονός το οποίο δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σε αυτή την κοινότητα. Συμμετείχαμε σε φεστιβάλ του δήμου με αυτή τη χορωδία και επί 4-5 χρόνια ήμουν εκεί και κάναμε τις πρόβες μας.

Πολύ γρήγορα ήρθαμε σε επαφή και με άλλες ελληνικές κοινότητες, στις οποίες προσφέραμε εγώ και ο Μανώλης Μανουσέλης, ο σύζυγός μου, πάντα αφιλοκερδώς τις μουσικές μας γνώσεις. Μία επίσης πολύ σπουδαία συνεργασία ήταν με την ενορία του Αγίου Ανδρέου, όπου εκεί ο Παπα-Γιάννης Ψαράκης, όταν έμαθε ότι είμαι η μουσικός των σχολείων, μου πρότεινε να ξανακάνω χορωδία επειδή δεν έβρισκαν  άλλο μουσικό να την αναλάβει. Και ξεκινάει λοιπόν μία συνεργασία με την ενορία αυτή και φτιάχνουμε μία πολύ ωραία χορωδία με ανθρώπους που αγαπούσαν τη μουσική, και για πολλά χρόνια κάναμε συνεχείς εμφανίσεις, Επίσης  αξίζει να αναφερθεί και η χορωδία στο δημοτικό σχολείο του Ντίσελντορφ,  κάτι που επίσης δεν είχε γίνει ποτέ. Με αυτή τη χορωδία, συμμετείχαμε σε εκδηλώσεις του δήμου του Ντίσελντορφ, μαζί με γερμανικά σχολεία.

Επίσης συνεργάστηκα πάρα πολύ με το προξενείο της Ελλάδος στο Ντίσελντορφ. Ο Γρηγόρης Δελαβέκουρας  ήταν ένας πρόξενος ο οποίος άλλαξε τελείως το πρόσωπο του προξενείου. Ουσιαστικά άνοιξε τις πόρτες του προξενείου,ώστε να λειτουργεί και ως χώρος πολιτισμού και είχα την τύχη να είμαι κοντά σε αυτή την προσπάθεια. Αυτό που πρέπει να πω επίσης για τη Γερμανία και την επαφή μου με τους Γερμανούς, είναι πως όπως οι περισσότεροι Έλληνες, έτσι και εγώ πίστευα ότι οι Γερμανοί είναι λαός που δεν πιάνεται εύκολα φίλος. Ναι, οι Γερμανοί είναι κλειστοί άνθρωποι. Όμως όταν ο Γερμανός σε γνωρίσει καλά και καταλάβει τι άνθρωπος είσαι σε αγαπάει σε υπερθετικό βαθμό.

“Εγώ θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και οφείλει ως ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο άτομο να βρίσκεται μπροστά. Να γίνεται ο ίδιος πηγή έμπνευσης για τους γύρω του. Άρα δεν είμαι της άποψης η τέχνη για την τέχνη”.

Προσπαθήστε να θυμηθείτε τα συναισθήματα που νιώσατε ως παιδί όταν ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Πόσο άλλαξε τότε ο κόσμος για εσάς;

M.Z.: Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που ήρθα σε επαφή με τη μουσική. Νομίζω ήμουν σε σχέση με τη μουσική από πάντα επειδή ο πατέρας μου έπαιζε λίγο μπουζούκι ή ακούγαμε ωραίους δίσκους του Θεοδωράκη ή του Μαρκόπουλου στο σπίτι  του. Είχα τύχει σε πολλά γλέντια των γονιών μου που ο πατέρας μου έπαιρνε το μπουζούκι και τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν με το πιάνο. Μάλλον αυτό θα όριζα  ως ξεκίνημα. Συγκεκριμένα, θυμάμαι ότι είχαμε πάει με τον πατέρα μου στο Μινιόν και βλέπαμε τα αρμονία. Από το σπίτι ο πατέρας μου,  όταν ήμουν 5-6 χρονών, μου είχε πάρει  ένα toy piano και μου μάθαινε τραγούδια  όπως  το ” Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ”. Πάμε τώρα πίσω ξανά στο Μινιόν… Εγώ είμαι  δευτέρα δημοτικού και παίζω με το ένα δάχτυλο το “Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ”, και τυχαίνει  να είναι εκεί μία κυρία που μάλλον ήταν δασκάλα μουσικής  και με ρωτάει “σου αρέσει η μουσική;”,  και λέω “ναι” και με ρωτάει ” θα ήθελες να κάνεις πιάνο;”. Δε θυμάμαι καν τι απάντησα …μάλλον μιλήσανε με τον πατέρα μου, και είπε ότι “το κοριτσάκι έχει ταλέντο, μήπως να το ξεκινήσει μαθήματα μουσικής;”. Δεν δώσαμε τότε πολλή σημασία, όμως όταν μετά από μερικούς μήνες πήγαμε στη Γερμανία (επειδή είχα έναν θείο εκεί),  με άκουσε πάλι να παίζω μία φίλη του θείου μου που ήταν καθηγήτρια πιάνου και έπεισε τον πατέρα μου ότι έχω ταλέντο και ότι πρέπει να ξεκινήσω να κάνω μουσική. Έτσι, όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, με έγραψε στο Εθνικό Ωδείο που είχε παράρτημα στο Αιγάλεω. Κι έτσι, από 9 χρόνων και μετά, ξεκινάει ένα ταξίδι το οποίο δεν έχει σταματήσει ποτέ από τότε.

Ποια η άποψή σας για τα τηλεοπτικά talent shows;  Πιστεύετε ότι μπορούν να αναγνωριστούν ταλέντα και κυρίως να εξελιχθούν μέσα από μια τέτοιου είδους διαδικασία ή χρειάζεται και κάτι παραπάνω; 

M.Z.: Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω πολύ συχνά τηλεόραση μια και τις περισσότερες φορές στον ελεύθερο χρόνο μου κάνω άλλα πράγματα. Παρόλα αυτά αν τύχει να πέσω πάνω σε κάποιο talent show “κολλάω“. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση του διαγωνιζόμενου. Στα 2- 3 λεπτά που έχεις χρόνο να τραγουδήσεις μπροστά στην επιτροπή, μπορεί να είναι η καταστροφή σου ή να είναι η αποθέωση σου. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, τελικά αποδεικνύεται ότι όποιος έχει περισσότερο θάρρος και θράσος τα καταφέρνει καλύτερα.

Πιστεύω ότι αν ήμουν νεότερη θα συμμετείχα κι εγώ. Είναι ουσιαστικά ένας τρόπος να σε δει ο κόσμος… να ακουστείς και να προχωρήσεις. Αν θυμάσαι, καλά έτσι λειτούργησε και το “Να η ευκαιρία” Αν δεν υπήρχε αυτή η εκπομπή δεν θα γίνονταν γνωστοί καλλιτέχνες όπως λόγου χάρη, η Γλυκερία, ο Θέμης Αδαμαντίδης, ο  Νίκος Νομικός.

Η οικονομική κρίση αρχικά, ο κορονοϊός έπειτα και τέλος ο πόλεμος και μια γενική ανακατάταξη και αναταραχή σε όλους τους τομείς, μοιάζει να έχει κλυδωνίσει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας. Πιστεύετε ότι όλο αυτό μπορεί να έχει κάποια θετική επίδραση στο πώς αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης τα πράγματα και τις αποφάσεις του; 

M.Z.: Νομίζω ότι οι καλλιτέχνες γενικά έχουμε πιο ευαίσθητες κεραίες από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς φυσικά αυτό είναι  υποτιμητικό για τους υπόλοιπους. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι μόνο οι καλλιτέχνες έχουν το προνόμιο να είναι ευαισθητοποιημένοι, απλά αυτοί έχουν κάτι ακόμα: το προνόμιο της έκφρασης. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων των τελευταίων ετών όπως η οικονομική κρίση, ή ο κορονοϊός, ή ο πόλεμος, όπως προανέφερες,  επηρέασαν τους καλλιτέχνες σε μεγάλο βαθμό. Απόρροια όπως είπες κι εσύ ήταν μια γενική ανακατάταξη. Αυτή ακριβώς η ανακατάταξη φάνηκε και στον κύκλο των καλλιτεχνών οι οποίοι προκειμένου να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να κάνουν και άλλα επαγγέλματα. Όλα πάντως αυτά άρχισαν να γίνονται πηγή έμπνευσης. Ειδικά στο ελληνικό τραγούδι ακούμε όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, κομμάτια με έντονα κοινωνικό στίχο.

Ποια είναι η άποψή σας για την στρατευμένη τέχνη; Πιστεύετε στο παλιό γνωστό λογοτεχνικό κίνημα “Η τέχνη για την τέχνη”, ή ο κάθε καλλιτέχνης οφείλει να υψώνει τη φωνή του ενάντια στα κακώς κείμενα τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο;

M.Z.: Εγώ θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και οφείλει ως ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο άτομο να βρίσκεται μπροστά. Να γίνεται ο ίδιος πηγή έμπνευσης για τους γύρω του. Άρα δεν είμαι της άποψης η τέχνη για την τέχνη.

Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η φιλοσοφία της ζωής ενός δημιουργού; Αν υπάρχει τελικά μια τέτοια φιλοσοφία…

M.Z.: Δεν ξέρω γιατί ένας δημιουργός ή ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι κάτι τόσο ξεχωριστό. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές και το έχω κουβεντιάσει με πολλούς ανθρώπους που δεν είναι καλλιτέχνες. Δηλαδή γιατί πρέπει να είμαι κάτι το φοβερό ως καλλιτέχνης; Γιατί να μην είμαι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους;  Εγώ πάντως δε νιώθω ότι είμαι κάτι το διαφορετικό. Πραγματικά, δε νιώθω κάτι τέτοιο.

Επίσης,  η στάση ζωής μου  δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Είμαι ένας άνθρωπος σαν εσένα και σαν το διπλανό μας. Η καθημερινότητά μου απλά περιλαμβάνει κάποια πράγματα που δεν τα περιλαμβάνει η δικιά σου καθημερινότητα. Δηλαδή, το να πάω να στηθώ σε μία φωτογράφιση, να πάω ηχογραφήσω ένα τραγούδι σε ένα στούντιο ή  να  πάω να  τραγουδήσω τρεις-τέσσερις ώρες.

Ποια είναι η άποψη σας για τα ζητήματα που αφορούν τον κοινωνικό ρατσισμό; Μιλάμε για θέματα όπως το μεταναστευτικό, οι φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, τα κοινωνικά χάσματα που δεν γεφυρώνονται. Ποια νομίζετε ότι είναι η λύση;

M.Z.: Τώρα έθεσες δύο τρία πολύ σοβαρά θέματα τα οποία φυσικά με απασχολούν κι εμένα, όπως και τα περισσότερα σκεπτόμενα άτομα νομίζω. Όμως είναι προβλήματα για τα οποία δεν μπορώ να σου δώσω μια σύντομη απάντηση. Νομίζω ότι θα έπρεπε να κάνουμε ξεχωριστή συνέντευξη για αυτά.

Πώς οραματίζεστε το μέλλον; Πώς φαντάζεστε ως εικόνα στο μυαλό σας το μέλλον; Τι μας επιφυλάσσει;

M.Z.: Είμαι φύσει αισιόδοξο άτομο. Ταυτόχρονα έχω τρομερή υπομονή και επιμονή. Γι αυτό και είμαι τρομερά μαχητική. Θέλω λοιπόν  να πιστεύω ότι το αύριο θα γίνει καλύτερο από το χθες, αρκεί να παλέψουμε γι αυτό.

329852788_709236677366226_8826544032942894096_n

Αγγελική Μπάτσου

Αγγελική Μπάτσου

Γεννήθηκα πριν αρκετά καλοκαίρια (κι άλλους τόσους χειμώνες)στην Αθήνα. Είχα την τιμή να μεγαλώσω στους Αγ.Αναργύρους,όπου έζησα τα ομορφότερα παιδικάχρόνια σε μια τεράστια αυλή,παρέα με τα γατιά μου και δυο ζευγάρια παππούδες και γιαγιάδες που πάντα θα υπεραγαπώ.Έπειτα ήρθε η Γαλλική Φιλολογία,επιπλέον σπουδές σε γλώσσα και μετάφραση και η οικογένεια. Δεν σταμάτησα όμως ποτέ να είμαι παιδί της ποίησης,της λογοτεχνίας,της ζωγραφικής και της μουσικής και το όνειρό μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,ήταν να ταξιδέψω σ’όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στο Θιβέτ!
Σ’όλο τον κόσμο τελικά δεν μπόρεσα να πάω...κατόρθωσα όμως να φανταστώ και να χαράξω τα ίχνη αυτού μέσα από ταμονοπάτια της ποίησης,της λογοτεχνίας και της φαντασίας. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,αγαπημένος ποιητής ο Ουϊλιαμ Μπλέϊκ,ο Μπωντλαίρ και ο Απολιναίρ, αγαπημένος ζωγράφος ο Βαν Γκογκ και ο Γκουστάβ Κλιμπ.
Αγγελική Μπάτσου