Γράφει η Αγγελική Μπάτσου
Βρεθήκαμε στο θέατρο «Σημείο» για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Richard Kalinoski, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Παπαδάκη.
Το μοντέρνο και φιλόξενο αυτό θέατρο πίσω από την Πάντειο, σημείο αναφοράς όσον αφορά τα θεατρικά δρώμενα, φιλοξενεί επίσης αυτή την περίοδο την παράσταση «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο».
Το kallitexnes.gr, προσκεκλημένο στην επίσημη πρεμιέρα του έργου, ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στην αίθουσα της παράστασης και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, δυο καρέκλες κι ένα πορτραίτο από το οποίο έλειπαν τα κεφάλια. Ήταν κομμένα και ένα κεφάλι από φωτογραφία είχε κολληθεί στη θέση του πατέρα. Κάτι έλειπε από εκεί, κάτι έψαχνε να γεμίσει το κενό. Τόσο του φωτογραφικού πορτρέτου, όσο και της σιωπής που έπεσε στο ακροατήριο όταν ο Αράμ έβαζε μια χαρούμενη, αλλά σαστισμένη Σέτα μέσα στο δωμάτιό του… στη ζωή του… στον μικρόκοσμό του….
Λίγα λόγια για το έργο:
Ο Αράμ Τομασιάν, μοναδικός επιζών μιας αρμένικης οικογένειας από το Ολοκαύτωμα που έχει διαφύγει στις Η.Π.Α., εργάζεται ως φωτογράφος και φιλοδοξεί να γίνει ο γεννήτορας της καινούργιας οικογένειας Τομασιάν. Η μόνη του περιουσία από την πρώην χώρα του, μια οικογενειακή φωτογραφία και το παλτό του πατέρα του που του έσωσε τη ζωή, τόσο στην Αρμενία, όσο και στη νέα χώρα.
Η Σέτα είναι η νύφη που έχει επιλέξει δι΄αλληλογραφίας και έρχεται από ένα ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης. Η μόνη επιζήσασα, επίσης. Με το που έρχεται στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που επιθυμεί ο Αράμ είναι να της πάρει τη φωτογραφία που θα στολίσει το δεύτερο κεφάλι στην οικογενειακή φωτογραφία. Το δεύτερο είναι η απόκτηση διαδόχων, ώστε να καλυφθεί το «κενό». Τόσο στο οικογενειακό φωτογραφικό πορτρέτο, όσο και στις ζωές τους. Ωστόσο τα σχέδια του Αράμ δεν πάνε κατ’ ευχήν. Η Σέτα δεν είναι αφενός το κορίτσι που επέλεξε από τη φωτογραφία να γίνει γυναίκα του, μια και η φωτογραφία που είδε ήταν ενός άλλου, νεκρού κοριτσιού και αφετέρου η νύφη που του ήρθε δεν είναι ικανή να τεκνοποιήσει, λόγω της ελλιπούς διατροφής στα χρόνια του ορφανοτροφείου. Με το βάρος της επίγνωσης ότι οι δικοί τους έχουν χαθεί για τα καλά και όντας ανίκανοι να αποκτήσουν δικά τους παιδιά, οι τρομαγμένοι επιζώντες αγωνίζονται να συμβιβαστούν με τα νέα αυτά δεδομένα.
Μέσα σε αυτή τη νέα κατάσταση έρχεται στη ζωή τους ο Βίνσεντ, ένα άστεγο αγοράκι το οποίο η Σέτα παίρνει υπό την προστασία της. Τρεις ορφανές ψυχές παλεύουν με την πληγωμένη τους ύπαρξη και λίγο-λίγο χάρη στην παρουσία του μικρού αγοριού, αλλάζει η ζωή του Αράμ και της Σέτα για πάντα. Έπειτα από χρόνια θαμμένα στη σιωπή, η Σέτα κατορθώνει να πείσει τον Αράμ να πάψει να αγιοποιεί σαν εικόνισμα με κομμένα κεφάλια τη χαμένη του οικογένεια, απομυθοποιεί το παλτό του πατέρα και απομακρύνει τη φωτογραφία. Τελικά ο Αράμ, αποδεχόμενος τον μικρό Βίνσεντ ως το νέο μέλος στην οικογένεια Τομασιάν, κάνει το πραγματικό βήμα προς τα εμπρός. Υιοθετεί το παιδί και ξεκινάνε όλοι μαζί μια νέα ζωή.
Η κριτική μας:
«Gar oo chugar» σημαίνει «Μια φορά και έναν καιρό» στα αρμένικα. Θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός παραμυθιού. Η αφήγηση μιας ζωής που είχε όλα τα φόντα να είναι όμορφη σαν όνειρο. Είναι όμως η αφήγηση μιας ζωής που ήταν εφιάλτης και άφησε παιδιά χωρίς γονείς, αδέλφια και σπίτι. Χωρίς γη και χώρα. Χωρίς ρίζες. Είναι η ρεαλιστική απεικόνιση ενός έργου, που καταπιάνεται με τη γενοκτονία της Αρμενίας το 1915 και μας διηγείται την ιστορία του Αράμ και της Σέτα στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν, από το 1921 ως το 1933. Ένα έργο, που μεταξύ άλλων διακρίσεων έχει τιμηθεί επίσης με το βραβείο Molière, την κορυφαία θεατρική διάκριση στη Γαλλία.
Σε αναφορά με τον τίτλο του έργου, η μόνη ερώτηση που βασανίζει το μυαλό μου είναι η εξής: πώς ένα κτήνος θα μπορούσε να σκοτώσει ένα «κτήνος στο φεγγάρι»;
Ο φαινομενικά αφαιρετικός, σχεδόν σουρεαλιστικός τίτλος έχει πίσω του μια πραγματική ιστορία. Το 1893 έγινε ορατή στην Τουρκία μια έκλειψη σελήνης. Οι Τούρκοι πιστεύοντας ότι ένα κτήνος, ένα τέρας, κατάπινε το φεγγάρι, έστρεψαν τα όπλα προς τον ουρανό και πυροβολούσαν για να το σκοτώσουν. Με τα ίδια ακριβώς όπλα και με την ίδια ευκολία, στράφηκαν κατά του γειτονικού τους λαού, των Αρμενίων και από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1915 αφανίστηκαν δύο περίπου εκατομμύρια Αρμένιοι.
Είναι φύσει αδύνατο ένας καλλιτέχνης και δη σκηνοθέτης, ο οποίος μεταφράζει και μεταφέρει επί σκηνής ένα τέτοιο έργο, να μη δεθεί προσωπικά με τον χαρακτήρα αυτού. Τούτο, γιατί ο χαρακτήρας αυτός μιλά με τη φωνή όλων αυτών που χάθηκαν και όλων εκείνων που πεντάρφανοι σκορπίστηκαν σαν πέρλες από σπασμένο μενταγιόν στα τέσσερα άκρα της γης, προσπαθώντας να βρουν το κουράγιο να ξαναζήσουν. Να ελπίσουν. Να ριζώσουν…
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη μαζί με την προσεγμένη του μετάφραση, αποτελούν από μόνα τους δύο στοιχεία που ισοδυναμούν με την ποιότητα και την αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος. Κομψότητα, μέτρο, ευαισθησία και καλαισθησία, είναι μερικές μόνο από τις λέξεις που χαρακτηρίζουν τη φύση της σκηνοθεσίας του σε συνδυασμό με ρεαλισμό, δύναμη, έντονα συναισθήματα και αμεσότητα.
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη μαζί με την προσεγμένη του μετάφραση, αποτελούν από μόνα τους δύο στοιχεία που ισοδυναμούν με την ποιότητα και την αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος. Ήδη από την περσινή χρονιά, με τη σκηνοθεσία του στην παράσταση «Μια πορνογραφική σχέση» είχε αποδείξει με τον πιο ωραίο τρόπο τις δυνάμεις του. Κομψότητα, μέτρο, ευαισθησία και καλαισθησία, είναι μερικές μόνο από τις λέξεις που χαρακτηρίζουν τη φύση της σκηνοθεσίας του Βαγγέλη Παπαδάκη. Σε συνδυασμό με ρεαλισμό, δύναμη, έντονα συναισθήματα και αμεσότητα. Με τη βοήθεια της Θωμαΐδας Τριανταφυλλίδου, στήνει έντεχνα το σκηνικό δύο κατεστραμμένων ψυχισμών που προσπαθούν να σταθούν και να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή. Η Σέτα κατορθώνει πιο εύκολα να σταθεί στα πόδια της και με τη βοήθεια του πιο απρόβλεπτου επισκέπτη στη ζωή της, του μικρού Βίνσεντ, βοηθά να σταθεί και ο Αράμ και μαζί να χτίσουν αυτό ακριβώς που ήθελαν ευθύς εξαρχής. Ένα ασφαλές λιμάνι. Ένα καταφύγιο που ξέφυγε βέβαια από τα αρχικά πλάνα, αλλά διατήρησε την ουσία του ως έννοια. Αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία τελικά…
Η σκηνοθεσία μας, αφυπνίζει την ανθρώπινη συνείδηση και μας φανερώνει τον δυισμό που επικρατεί στη φύση της ψυχής. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, μπορεί όμως να γίνει και υπάνθρωπος… ένα «κτήνος στο φεγγάρι». Είναι όμως στο χέρι όλων μας να παλέψουμε να παραμείνουμε πιστοί στην καλή μας φύση, γιατί μόνο έτσι μπορεί να συνεχιστεί η ζωή.
Με όλο τον επαγγελματισμό που τον διακατέχει, ο σκηνοθέτης μας εισήγαγε μέσα στο κλίμα του έργου μετατρέποντας ολόκληρη την αίθουσα ως το σπίτι, πάνω από το οποίο κύλησε ο χρόνος με όλες τις μικρές και μεγάλες στιγμές του. Χαμογελάσαμε, λυπηθήκαμε, συγκινηθήκαμε, δακρύσαμε, ζήσαμε με όλες μας τις αισθήσεις την ιστορία μιας ζωής. Δεθήκαμε με τους πρωταγωνιστές, πονέσαμε μαζί τους, ελπίσαμε μαζί τους. Ένα έργο το οποίο μας άγγιξε όλους βαθύτατα. Αυτός νομίζω ότι ήταν και ο σκοπός του σκηνοθέτη μας και θεωρώ ότι επετεύχθη και με το παραπάνω.
Για άλλη μια φορά ο Βαγγέλης Παπαδάκης αποδεικνύει τις μεγάλες σκηνοθετικές του ικανότητες σε ένα έργο, που καταπιάνεται με ένα νευραλγικό και δύσκολο θέμα που θίγει κοινωνικές δομές και καταστάσεις. Χωρίς να αγνοεί τη μεγάλη εικόνα των γεγονότων, κατορθώνει να μας εισάγει σε μικρές καθημερινές ιστορίες οι οποίες αποτελούν την πιο πιστή της ενσάρκωση. Μια υπέροχη παράσταση από την αρχή ως το τέλος, μια δεμένη και στητή ενσάρκωση ρόλων, συναίσθημα και δυναμισμός, μα κυρίως… η αίσθηση της βαθιάς ανθρωπιάς που χαρακτηρίζει όλους τους μεγάλους δημιουργούς. Του εύχομαι μόνο τα καλύτερα, γιατί τα αξίζει και ένα μεγάλο μπράβο, γιατί βλέπω ένα ανερχόμενο και εξελισσόμενο ταλέντο στον χώρο του θεάτρου. Πάντα να συνεχίζει να μας προσφέρει τέτοια έργα ποιότητας!
Ο ίδιος καλλιτέχνης ερμηνεύει και τον ρόλο του Αράμ. Αναμφίβολα το ταλέντο του ως ηθοποιός συμπληρώνει εκείνο του σκηνοθέτη και το αντίθετο! Με πειστικότητα, πιστότητα στο ντύσιμο και στην εν γένει εμφάνιση, στον τρόπο συμπεριφοράς, ενσαρκώνει τον ψυχικά τσακισμένο νεαρό Αράμ που γαντζώνεται από τα δύο πράγματα που έχουν μείνει από το παρελθόν του: την οικογενειακή φωτογραφία και το παλτό του πατέρα του. Πάνω στην ιδέα που συμβολίζουν τα δύο προηγούμενα πράγματα, χτίζει προσεκτικά όλη του τη ζωή. Την προσχεδιάζει με απόλυτη ακρίβεια, σαν να ακολουθεί πιστά ένα αυστηρό πλάνο που δε χωρά καμία τροποποίηση. Η οποιαδήποτε μεταβολή ή ανατροπή μοιάζει να τον ταράζει, να τον εξοργίζει, να τον κάνει να νιώθει πάλι χαμένος και αποπροσανατολισμένος… και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί. Η παροιμία όμως λέει ότι όταν κάνουμε πλάνα, η ζωή και ο Θεός γελάνε μαζί μας… Έτσι ακριβώς σε κάποια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια η οποία είναι ένα κάλεσμα για μια αλλαγή που σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα. Ένα άλλο μέλλον σε σχέση με αυτό που είχε ονειρευτεί ο Αράμ.
Η στιγμή της κατάρρευσης του τείχους που είχε χτίσει γύρω του, όταν τα χαρτιά ανοίγονται στο τραπέζι, όταν επιτέλους διηγείται τις τραυματικές του εμπειρίες, είναι από τις πιο δυνατές ερμηνείες που έχω δει ως τώρα. Βαθιά αισθαντικός, απύθμενα έντονος, ανεπανόρθωτα ανθρώπινος και απόλυτα ειλικρινής. Κυρίως, εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός. Τιμή μου που είχα την ευκαιρία να τον δω να ερμηνεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν τέτοιο ρόλο. Γι΄άλλη μια φορά, θα δώσω θερμά συγχαρητήρια!
Η Σοφία Λιάκου ερμηνεύει τη Σέτα. Τη δεκαπεντάχρονη Σέτα, που τα μόνα της μπαγκάζια όταν πρωτοέρχεται στην Αμερική είναι μια κούκλα. Από εξαιρετικά νεαρή ηλικία αναλαμβάνει τον ρόλο της συζύγου και με όλες της τις δυνάμεις προσπαθεί να κάνει οικογένειά της τον Αράμ και πατρίδα της την Αμερική. Αντιμετωπίζει με γενναιότητα την ατυχία του να μην μπορεί να γίνει μητέρα. Όσο περνά ο καιρός και συνηθίζει τη ζωή της και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, τόσο αυξάνεται ο θυμός της με την παραίτηση του Αράμ και την παλινδρόμηση σε ένα νεκρό παρελθόν. Η εμφάνιση του μικρού αγοριού αποτελεί το τράβηγμα της σκανδάλης. Η γυναίκα υψώνει το ανάστημά της και εξορκίζει τα φαντάσματα. Με τη δύναμη της αγάπης της, απλώνει τα φτερά της και αγκαλιάζει προστατευτικά τη νέα της φωλιά, που την αποτελούν μαζί μ’ εκείνη οι δύο άντρες της ζωής της. Γενναιότητα, πείσμα, τσαγανό, δύναμη και θυμός έχουν σμιλέψει τον χαρακτήρα της Σέτα. Έχει μια τεράστια επιθυμία να δημιουργήσει κάτι δικό της. Μια οικογένεια. Στο τέλος το καταφέρνει.
Kαθηλωτική και συγκινητική η ερμηνεία της ηθοποιού μας. Πολυσχιδής, μπόρεσε να ερμηνεύσει θαυμάσια τον ψυχισμό ενός παιδιού δεκαπέντε ετών και κατάφερε να μας περάσει ομαλά στη μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, στην ωριμότητα και στη δύναμη που αυτή δίνει στον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Η σκηνή της προσωπικής της κρίσης, όπου η οικογενειακή φωτογραφία στον «βωμό» αποκαθηλώνεται και ακολουθεί η συμβολική σταύρωση της κούκλας, είναι από τις πιο έντονα τραγικές στιγμές που έχω δει. Μια εξίσου δυνατή, γεμάτη πάθος και συναίσθημα ερμηνεία που ταιριάζει τέλεια με εκείνη του πρωταγωνιστή συζύγου, μια τρυφερή, μα ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση ενός χαρακτήρα σμιλεμένου με αίμα, δάκρυ και ελπίδα. Άριστη ηθοποιός, μας συγκίνησε όλους βαθιά και της εύχομαι συγχαρητήρια και ό,τι καλύτερο για το μέλλον!
Ο Κώστας Αρζόγλου είναι εκείνος που μας εισάγει στην παράσταση και μας αφηγείται τη ζωή των Τομασιάν. Το στοιχείο του υπέρμετρου δέους έρχεται όταν μπαίνει δυναμικά στην πλοκή, στην καρδιά και το σπίτι του Αράμ και της Σέτα. Στη σκηνή εμφανίζεται και ένα μικρό αγόρι, που με βουβό τρόπο παραλληλίζει την ύπαρξη του Βίνσεντ… Εντυπωσιακότατη ως σύλληψη… Καθώς ο ηθοποιός μας παίζει, η σιωπή που πέφτει είναι διαφορετική στη φύση της από τη συνηθισμένη. Το κοινό σιωπά με κομμένη την ανάσα. Αυτή είναι η απόλυτη σιωπή… Είναι η σιωπή που γεννά το δέος μπροστά σε μια κορυφαία ερμηνεία.
Δε νομίζω ότι μια κριτική όπως αυτή, θα μπορούσε να καλύψει έστω και στο ελάχιστο το μέγεθος του ταλέντου και όλων όσων έχει προσφέρει ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης στον χώρο της τέχνης όλα αυτά τα χρόνια. Ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν παραδίδει απλά μαθήματα υποκριτικής και θεατρικής παρουσίας. Αποτελεί ο ίδιος σπουδή και πρότυπο.
Θεωρώ τιμή μου που είχα την ευκαιρία να τον δω να ερμηνεύει με αυτό τον τρόπο το συγκεκριμένο ρόλο. Με εκπληκτικό τρόπο ερμηνεύει τόσο τον χαρακτήρα του παρελθόντος, όσο και τον ενήλικα που αφηγείται την ιστορία τριών ανθρώπων που η μοίρα τους ενώνει. Του εύχομαι ολόψυχα να είναι πάντα μαζί μας και να μας προσφέρει την πιο υψηλή ποιότητα. Θερμά, ολόψυχα συγχαρητήρια!
Ο Κώστας Αρζόγλου είναι εκείνος που μας εισάγει στην παράσταση και μας αφηγείται τη ζωή των Τομασιάν. Το στοιχείο του υπέρμετρου δέους έρχεται όταν μπαίνει δυναμικά στην πλοκή. Καθώς ο ηθοποιός μας παίζει, η σιωπή που πέφτει είναι διαφορετική στη φύση της από τη συνηθισμένη. Το κοινό σιωπά με κομμένη την ανάσα. Αυτή είναι η απόλυτη σιωπή… Είναι η σιωπή που γεννά το δέος μπροστά σε μια κορυφαία ερμηνεία.
Εκείνο που αξίζει να αναφερθεί είναι η συνδρομή του Γιώργου Μιχελάκη ως επιμέλεια κίνησης και η δραματουργική επεξεργασία της Ματίνας Χαραλάμπη. Χάρη στους δύο αυτούς παράγοντες, η ποιότητα της παράστασης ήταν άριστη από καλλιτεχνικής άποψης. Η σωματική και θεατρική απόδοση ήταν κάτι παραπάνω από άρτιες και σε απόλυτη συμφωνία με την εκπληκτική σκηνοθεσία και ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Μπράβο και στους δύο δημιουργούς!
Η καλλιτεχνική επιμέλεια του δημιουργήματος αυτού, ανήκει στην Ανδρονίκη Αβδελιώτη. Μια ιδιαίτερα ταλαντούχα σκηνοθέτης και ηθοποιός, ή οποία μόνο άριστα δείγματα έχει δώσει ως τώρα ( σκηνοθεσία-ερμηνεία “Δεσποινίς Τζούλια” και “Αδερφές Papin”), η οποία με τον επαγγελματισμό της αγγίζει και τελειοποιεί και τη συγκεκριμένη παράσταση. Μοιάζει να είναι ο ιδανικός ρυθμιστής , ο οποίος προσδίδει την πιο τέλεια καλλιτεχνική αρμονία σε ό,τι κι αν αγγίζει. Η συμβολή της στο συγκεκριμένο έργο, τεράστια και για άλλη μια φορά εκδηλώνω τον θαυμασμό μου στο ταλέντο της! Μπράβο της για άλλη μια φορά!
Στην παράσταση αυτή, εκείνο που την απογειώνει και δίνει συναισθηματικό και ηχητικό υπόβαθρο είναι η εκπληκτική μουσική της συνθέτριας Σίσσυ Βλαχογιάννη. Σε πλήρη συμφωνία με το πνεύμα και την αισθητική του έργου, η καλλιτέχνης μας χτίζει νότα-νότα με τη μελωδία της την υπόθεση και γεμίζει την αίθουσα με μουσική που μας ταξιδεύει πέρα από χώρες και εποχές. Με μεγάλη μας χαρά την απολαύσαμε ως δημιουργό στη μουσική που έγραψε για την «Πορνογραφική σχέση» και με την ίδια αίσθηση τη θαυμάσαμε στη νέα αυτή παράσταση, στην οποία δείχνει να ξεπερνά τον εαυτό της. Τη θεωρώ μια ιδιαίτερα ταλαντούχα, ανερχόμενη μουσική έμπνευση και μαζί με τα θερμά μου συγχαρητήρια της εύχομαι μόνο τα καλύτερα, γιατί ειλικρινά της αξίζουν!
Τα κομψά κοστούμια εποχής που εναρμονίζονται τέλεια με την παράσταση, είναι έργο της Δήμητρας Λιάκουρα και ο σχεδιασμός των εντυπωσιακών, ατμοσφαιρικών φωτισμών ανήκει στον Βασίλη Κλωτσοτήρα. Δυο σπουδαία στοιχεία του έργου που εγγυώνται άρτιο αποτέλεσμα και συμπληρώνουν ως ποιότητα το σύνολο του θεατρικού. Τα κοστούμια μας εισάγουν οπτικά σε μια παλιά εποχή και οι φωτισμοί μεταβάλλονται ανάλογα με την πλοκή. Σε συνδυασμό με την εναλλαγή στη μουσική, το αποτέλεσμα δικαιώνει τη συλλογική αυτή προσπάθεια. Εξαιρετική δουλειά και από τους δύο καλλιτέχνες, τους αξίζουν συγχαρητήρια για το όλο έργο τους!
Το «Κτήνος στο φεγγάρι» είναι παράσταση που μας διδάσκει ένα μάθημα: ακόμα και μέσα από την πλήρη καταστροφή υπήρχαν, υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν σπόροι αναγέννησης, ελπίδας και κυρίως αγάπης. Η αγάπη κάνει τον κόσμο αυτόν να προχωρά. Δίνει δύναμη να ξεπεράσει κάποιος τα μεγαλύτερα εμπόδια, να διασχίσει τα πιο ψηλά βουνά. Βάλσαμο και πανάκεια μαζί, εξυψώνει τον άνθρωπο σε σχεδόν θεϊκά ιδανικά και τον τοποθετεί σε ένα επίπεδο που δεν μπορεί να το αγγίξει κανένα κακό αυτού του κόσμου. Το τέλος της ιστορίας μας είναι ακριβώς όπως ένα παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό, έπειτα από μεγάλα βάσανα και μετά από τη συνθηκολόγηση με το παρελθόν και το παρόν, ο Αράμ και η Σέτα έχτισαν ένα μέλλον βασισμένο στην οικογένεια και την αγάπη. Έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Με ένα θεατρικό όπως αυτό, ξαναθυμόμαστε τις ανθρώπινες αξίες μας και την πραγματική μας φύση η οποία δεν προσπαθεί να σκοτώσει κανένα φεγγάρι, γιατί στον κόσμο των αγνών ανθρώπων δεν υπάρχουν κτήνη… Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να είμαστε. Αγνοί.
Μια εξίσου δυνατή, γεμάτη πάθος και συναίσθημα ερμηνεία από την Σοφία Λιάκου, που ταιριάζει τέλεια με εκείνη του πρωταγωνιστή συζύγου, μια τρυφερή, μα ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση ενός χαρακτήρα σμιλεμένου με αίμα, δάκρυ και ελπίδα. Άριστη ηθοποιός, μας συγκίνησε όλους βαθιά.
Συντελεστές:
Μετάφραση-σκηνοθεσία: Βαγγέλης Παπαδάκης
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ανδρονίκη Αβδελιώτη
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Σκηνικά κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Πρωτότυπη μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Επιμέλεια κίνησης: Γιώργος Μιχελάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου, Μάνος Παπαδάς
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρίνα Κωνιού
Δραματουργική επεξεργασία: Ματίνα Χαραλάμπη
Graphic design: Νικόλας Φαράκλας
Φωτογράφος: Στέλιος Αγγελίδης
Οργάνωση παραγωγής: Έφη Κουντούρη
Trailer: Βαγγέλης Παπαδάκης (σκην.), Θάνος Λυμπερόπουλος (δ/νση φωτογραφίας-μοντάζ)
Υπεύθυνος επικοινωνίας: Δημήτρης Χαλιώτης
Παραγωγή: Casus Belli
Παίζουν: Κώστας Αρζόγλου, Σοφία Λιάκου, Βαγγέλης Παπαδάκης
Φιλική συμμετοχή: Τσέταν Γλύκας
Η παράσταση τελεί υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Δημοκρατίας της Αρμενίας.
Πρεμιέρα: 19 Νοεμβρίου.
Παραστάσεις: Σάββατο και Κυριακή στις 20:00
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (μειωμένο), 7ευρώ (ατέλειες)
Θέατρο «Σημείο»
(Πάνω σκηνή).
Χαρίλαου Τρικούπη 4, πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, Καλλιθέα.
Τηλ.: 210 9229579
Αγγελική Μπάτσου
Σ’όλο τον κόσμο τελικά δεν μπόρεσα να πάω...κατόρθωσα όμως να φανταστώ και να χαράξω τα ίχνη αυτού μέσα από ταμονοπάτια της ποίησης,της λογοτεχνίας και της φαντασίας. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,αγαπημένος ποιητής ο Ουϊλιαμ Μπλέϊκ,ο Μπωντλαίρ και ο Απολιναίρ, αγαπημένος ζωγράφος ο Βαν Γκογκ και ο Γκουστάβ Κλιμπ.
Latest posts by Αγγελική Μπάτσου (see all)
- Εντρυφώντας στην “Υψηλή μαγειρική των σχέσων”, σε σενάριο Βίλης Σωτηροπούλου και σκηνοθεσία Κέλλυς Σταμουλάκη, στο Θέατρο της Ημέρας - 27 Νοεμβρίου 2024
- Συνέντευξη στη θεατρική ομάδα της παράστασης “Το αίμα νερό γίνεται” - 9 Μαΐου 2023
- «Δε μείναν λόγια», το νέο τραγούδι, της ερμηνεύτριας Ζωή Λιαντράκη - 28 Απριλίου 2023
Καμία κριτική