Κερδίστε διπλές προσκλήσεις, κάνοντας κλικ στην ένδειξη '+'

 “Παιχνίδια στη σοφίτα”,
σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν, στο θέατρο “Χυτήριο”

Οι kallitexnes.gr βρέθηκαν στο θέατρο “Χυτήριο”, για να παρακολουθήσουν την παράσταση “Παιχνίδια στη σοφίτα”, της Λίλλιαν Χέλμαν, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν.

Μέσα από μια Αμερική της οικονομικής ύφεσης του 1929, η θεματολογία της Χέλμαν, έρχεται μέσα από μια οικογένεια της Ν.Ορλεάνης, να θίξει όλα τα κακώς κείμενα των οικογενειακών σχέσεων οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν στοιχεία ψυχολογικού και ηθικού κανιβαλισμού. Σε μια χρονική περίοδο που ομοιάζει ιδιαίτερα με τα δύσκολα χρόνια της σύγχρονης οικονομικής ύφεσης, κάποιος μπορεί μέσα από την παράσταση αυτή να αντιπαραβάλει καταστάσεις και να ταυτιστεί με πρόσωπα και ιδέες που εμφανίζονται μέσα από την πλοκή. Τελικά η ύπαρξη της οικογένειας πού οδηγεί έναν άνθρωπο; Ή πιο σωστά…μπορεί να τον οδηγήσει κάπου όσο οι ζωές όλων μοιάζουν σαν παιχνίδια πεταμένα στη σοφίτα;

Υπόθεση

Η Κάρι και η Άννα, είναι δύο γεροντοκόρες αδερφές που έχουν θυσιάσει τη ζωή τους και τις φιλοδοξίες τους προκειμένου να προστατεύουν τον μικρότερο αδερφό τους Τζούλιαν, του οποίου τα μεγαλεπήβολα όνειρα έχουν οδηγήσει την οικογένεια σε οικονομικές καταστροφές. Όταν όμως κάποια στιγμή ο Τζούλιαν και η ψυχικά εύθραυστη νέα του σύζυγος Λίλι επιστρέφουν με ένα τεράστιο ποσό χρημάτων, ο εύθραυστος πάγος σπάει κάτω από τα πόδια όλων και οι σχέσεις κρέμονται στο κενό. Με τέσσερις ζωές στο χάος, θα μπορέσει ποτέ να επέλθει ισορροπία; Η συνέχεια επί σκηνής…

d47d83b4b3c348fb926705b4cbdf317a

 

“Η Θεοδώρα Σιάρκου και η Τζούλη Σούμα, μοιάζουν σαν δύο ομώνυμους πόλους που ενωμένοι σε ένα κοινό μηχάνημα (σπίτι), απωθούν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Δύο εξαιρετικά έμπειρες καλλιτεχνικά και ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες ανταγωνίζονται σε σκηνικό εκτόπισμα και μεγαλείο, η μία την άλλη”.

Κριτική της παράστασης

Η οικογένεια είναι τα πάντα: είναι ασφάλεια, αγάπη, θαλπωρή. Είναι συγκατοίκηση, μοίρασμα ευθυνών και προβλημάτων. Είναι όμως πολλές φορές το ίδιο το πρόβλημα: όταν στραγγαλίζει ζωές, όταν δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης, εμμονικές προσκολλήσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν την ψυχολογική ωρίμανση και το αίσθημα ατομικής ευθύνης. Μια τέτοια οικογενειακή σχέση, αναλύεται μέσα από το θεατρικό που παρακολουθήσαμε.

Τρία αδέρφια προσκολλημένα απόλυτα το ένα με το άλλο, μια εν δυνάμει αιμομικτική επιθυμία από την πλευρά της μιας αδελφής, ένα υπόγειο αίσθημα θυμού και υποβόσκουσας οργής, μίσος και διάθεση συναισθηματικής εξόντωσης έτσι ώστε να είναι χαμένοι όλοι. Μέσα σε ένα σπίτι-μαυσωλείο, κανείς δεν έχει το δικαίωμα στο όνειρο, στην ελπίδα, στην αλλαγή, στο μέλλον. Με σχεδόν μαζοχιστική διάθεση, η κάθε αδελφή έχει επωμιστεί την ευθύνη παρελθόντος και μέλλοντος, κάνοντας ουσιαστικά την αίσθηση αυτή της παραίτησης και μιζέριας, φιλοσοφία ζωής. Ο ρόλος του οσιομάρτυρα είναι σαφώς πιο εποικοδομητικός από οποιονδήποτε άλλον. Για εκείνες, ο μικρός, απροστάτευτος αδερφός, είναι πάντα αυτός που επιστρέφει για βοήθεια. Εκείνες έχουν το πάνω χέρι.

Όταν όμως ο αδελφός παίρνει τη ζωή στα χέρια του, αυτόματα η καλά οργανωμένη ζωή των δύο αδερφών, καταποντίζεται. Ας μη γελιόμαστε…δεν μιλάμε απλά για  προσωρινά διαταραγμένες ισορροπίες. Μιλάμε για την πλήρη ανατροπή. Κι αν μπορεί να “συγχωρεθεί” ο γάμος του με τη νεαρή Λίλυ, πώς συγχωρείται η απόλυτη ανεξαρτησία έπειτα από το μεγάλο ποσό που κερδίζει; Γιατί ως γνωστόν, οικονομική ανεξαρτησία, σημαίνει ελευθερία από οποιονδήποτε δεσμό-εμπόδιο. Ακόμα κι αν αυτό το εμπόδιο ονομάζεται “οικογένεια”. Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς εύκολα από τους βουβούς οικογενειακούς όρκους σιωπής, από αυτές τις σιωπηλές υποσχέσεις που είναι ακριβώς σαν τα παιχνίδια στη σοφίτα. Υπάρχουν για να γεμίζουν το σπίτι και να μας θυμίζουν την παρουσία τους, σε περίπτωση που ξεχάσουμε ότι αποτελούν κι αυτά μέρος του “σπιτιού” μας που κουβαλάμε σαν καβούκι για μια ζωή.

Όλα όσα αναπτύχθηκαν πιο πριν, μέσω της μετάφρασης του πρωτότυπου έργου και της σκηνοθεσίας του, μπόρεσε να τα βγάλει με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο επί σκηνής ο Αλέξανδρος Κοέν. Με τη βοήθεια της Χριστιάννας Μαργιόλη, το κοινό λαμβάνει ως αποτέλεσμα μια έντονη, δυναμική σκηνοθεσία, η οποία μοιάζει σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Με υποβόσκοντα νοήματα και συναισθήματα, δωρική και ταυτόχρονα δραματική, η δράση επί σκηνής, αιχμαλωτίζει για τα καλά το βλέμμα και τη σκέψη του θεατή και τον εισάγει κατευθείαν στον μικρόκοσμο μιας δυσλειτουργικής, δυστοπικής και ανορθόδοξης οικογένειας. Η συνεχής αίσθηση  ψυχικής ακροβασίας τόσο των ερμηνευτών όσο και του ίδιου του κοινού, έδωσε ένα ιδιαίτερα βαθύ και αξιόλογο αποτέλεσμα.

Η Μαριάννα Κιμούλη ως νεαρή, ψυχικά εύθραυστη Λίλυ, κατορθώνει να μας μεταδώσει όλη τη φρεσκάδα και τον απελπισμένο της έρωτα για τον Τζούλιαν. Θύμα της χειριστικής σχέσης από την πλευρά της μητέρας της, η Λίλυ μοιάζει να διαιωνίζει ως μόνη της συμπεριφορά εκείνη του θύματος, γιατί είναι η μόνη που πιθανώς γνώρισε από παιδί. Ο τρόπος που την αντιμετωπίζει τόσο ο σύζυγος όσο και οι αδελφές του, απλά επαναλαμβάνει ένα ήδη παγιωμένο κατεστημένο το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει. Φοβισμένη, απελπισμένη, σαν ένα ελάφι μπροστά σε εκτυφλωτικό φως, παρασυρμένη από ζωντανούς εφιάλτες, παραπαίει ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον κόσμο που έχει η ίδια κατασκευάσει με τον ίδιο της τον φόβο. Με λιτό, αθώο, πανέμορφο και ουσιαστικό τρόπο, χωρίς περιττές φιοριτούρες, η Μαριάννα Κιμούλη, κέρδισε τις εντυπώσεις και την θετική εντύπωση όλου του κοινού.

Η Γεωργία Μαυρογεώργη, εντυπωσιάζει. Ως μητέρα της Λίλυ, επιβλητική και έντονη ως παρουσία, διατηρεί μια απόσταση από όλους κι από όλα κι ένα μυστήριο το οποίο πηγάζει από τη γνώση της εύρωστης οικονομικής της κατάστασης. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, δρα με τρόπο αγέρωχο και χειριστικό, μια και φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι άλλοι είναι οι νόμοι των φτωχών και άλλοι των πλουσίων. Αυστηρή και αινιγματική, ώριμη υποκριτικά, η Γεωργία Μαυρογεώργη, έρχεται σε σκηνική “αντιπαράθεση” με τις δύο γεροντοκόρες αδερφές.

Η Θεοδώρα Σιάρκου και η Τζούλη Σούμα, μοιάζουν σαν δύο ομώνυμους πόλους που ενωμένοι σε ένα κοινό μηχάνημα (σπίτι), απωθούν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Δύο εξαιρετικά έμπειρες καλλιτεχνικά και ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες ανταγωνίζονται σε σκηνικό εκτόπισμα και μεγαλείο, η μία την άλλη. Η Θεοδώρα Σιάρκου ως Κάρι, μια μεγαλοκοπέλα που εργάζεται προκειμένου να μπορέσει να ταξιδέψει στην Ευρώπη με την αδελφή της, με κρυφό απωθημένο τον μικρό της αδερφό, συγκρούεται, ξανοίγεται, έρχεται αντιμέτωπη τόσο με τον εαυτό της όσο και με όλους τους άλλους, με έναν ιδιαίτερα δυναμικό ερμηνευτικό τρόπο. Η Τζούλη Σούμα ως Άννα, γι ακόμα μια φορά, αποδεικνύει το δικό της  μεγάλο δυναμικό ως ηθοποιός. Θύτης και θύμα της οικογένειας, η Άννα η οποία γνωρίζει την παθογένειά της κι όμως δεν έχει τη δύναμη να κάνει κάτι προκειμένου να γιατρευτεί από αυτή, μας προσφέρει μια ερμηνεία που μοιάζει σχεδόν με τραγική ειρωνεία. Ακροβατώντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία, η Τζούλη Σούμα αφοσιώνεται απόλυτα στον ρόλο της και ταυτόχρονα τραβάει σαν μαγνήτης το βλέμμα και την προσοχή όλων. Εξαιρετικές παρουσίες και ερμηνείες και οι τρεις παραπάνω καλλιτέχνιδες, μόνο το καλύτερο προσέφεραν στο κοινό τους. Τις ευχαριστούμε ολόθερμα γι αυτό.

Ο Σόλων Τσούνης, ο μοναδικός άντρας της παράστασης, ως Τζούλιαν, είναι περιτριγυρισμένος από την καταλυτική παρουσία γυναικών, οι οποίες εν τέλει καθορίζουν την ίδια του τη ζωή και τις επιλογές του. Είναι η ίδια η απόδειξη ότι οι παγιωμένες αντιλήψεις και πιστεύω, μπορούν να κλονίσουν και να καταστρέψουν ακόμα και όλα όσα έχει μπορέσει με κόπο να δημιουργήσει κάποιος. Έντονος, ευέλικτος σκηνικά και με ιδιαίτερο δυναμισμό, ο Σόλων Τσούνης, είναι μια ιδιαίτερα σημαντική και αξιόλογη προσθήκη στην παράσταση και κατορθώνει να κερδίσει τις εντυπώσεις με το παθιασμένο του δόσιμο στον ρόλο του. Πολύ καλή και αξιόλογη  υποκριτικά προσπάθεια.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, μας ταξίδεψαν σε μια παλιότερη εποχή και εντυπωσίασαν με την ομορφιά και την κομψότητά τους. Η χρήση καπνού και τα ιδιαίτερα εφέ φωτισμού της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, έδωσαν μια ατμόσφαιρα νύχτας και μυστηρίου, ένα τεχνητό φως το οποίο έμοιαζε να διαχέεται από την σοφίτα με τα ξεχασμένα παιχνίδια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρων ο συνδυασμός ρεαλισμού και νυχτερινής φαντασίας. Ευχαριστούμε πολύ και τους δύο δημιουργούς.

Τελικά, τι πετάμε μέσα στη σοφίτα; Τι κρατάμε μέσα σε αυτόν τον σκοτεινό χώρο που τον ανοίγουμε μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης προκειμένου να διεκδικήσουμε τη ζωή που έχουμε μάθει ως τώρα; Γιατί τελικά, πολλές φορές, αφήνουμε την ίδια μας τη ζωή και το παρελθόν να μας επιλέξουν, αντί να επιλέξουμε εμείς οι ίδιοι το μέλλον μας; Γιατί τα μεγαλύτερα εγκλήματα, αμαρτίες και ψέματα έχουν ειπωθεί μέσα στους τέσσερις τοίχους του οικογενειακού σπιτιού; Γιατί η οικογένεια δημιουργεί τα μεγαλύτερα ψυχολογικά αδιέξοδα; Αν θέλετε να μάθετε, ανοίξτε την πόρτα της σοφίτας και παίξτε με τα παιχνίδια της, στο “Χυτήριο”, κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή, στις 7 μ.μ.

43aac79152ee477891152fda084541fe

Συντελεστές παράστασης

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν

Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαργιόλη

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης

Καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών: Μάριαμ Νίκου

Παραγωγή: Βάσια Παναγοπούλου

Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά):

Μαριάννα Κιμούλη, Γεωργία Μαυρογεώργη, Θεοδώρα Σιάρκου, Τζούλη Σούμα, Σόλων Τσούνης

Αγγελική Μπάτσου

Αγγελική Μπάτσου

Γεννήθηκα πριν αρκετά καλοκαίρια (κι άλλους τόσους χειμώνες)στην Αθήνα. Είχα την τιμή να μεγαλώσω στους Αγ.Αναργύρους,όπου έζησα τα ομορφότερα παιδικάχρόνια σε μια τεράστια αυλή,παρέα με τα γατιά μου και δυο ζευγάρια παππούδες και γιαγιάδες που πάντα θα υπεραγαπώ.Έπειτα ήρθε η Γαλλική Φιλολογία,επιπλέον σπουδές σε γλώσσα και μετάφραση και η οικογένεια. Δεν σταμάτησα όμως ποτέ να είμαι παιδί της ποίησης,της λογοτεχνίας,της ζωγραφικής και της μουσικής και το όνειρό μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,ήταν να ταξιδέψω σ’όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στο Θιβέτ!
Σ’όλο τον κόσμο τελικά δεν μπόρεσα να πάω...κατόρθωσα όμως να φανταστώ και να χαράξω τα ίχνη αυτού μέσα από ταμονοπάτια της ποίησης,της λογοτεχνίας και της φαντασίας. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,αγαπημένος ποιητής ο Ουϊλιαμ Μπλέϊκ,ο Μπωντλαίρ και ο Απολιναίρ, αγαπημένος ζωγράφος ο Βαν Γκογκ και ο Γκουστάβ Κλιμπ.
Αγγελική Μπάτσου