Γράφει η θεατρολόγος Μαριαλένα Δογγούρη

Ένας άνθρωπος που επιλέγει να γίνει κάτι άλλο σε έναν κόσμο που επιμένει να μένει ίδιος, αφηγείται καταστάσεις της ζωής του σε ένα ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που αρνείται να αλλάξει. Ένας ιλαροτραγικός μονόλογος που μιλά για εκείνους που έπαψαν να αντέχουν το βάρος της πραγματικότητας στους ώμους τους. Για τη διαφορετικότητα, τις συμβάσεις, τους ψυχαναγκασμούς, τις κοινωνικές νόρμες, την έλλειψη αποδοχής και κατανόησης. Για τα κοινά όλων και τις διαχωριστικές γραμμές της αποξένωσης.

Μία συνέντευξη με τη Στέλλα Ζαφειροπούλου, συγγραφέα της παράστασης “Φλάι”, στη θεατρολόγο Μαριαλένα Δογγούρη, για το kallitexnes.gr.

– Κυρία Ζαφειροπούλου, τι είναι το «Φλάι»;

Το ‘Φλάι’ είναι ένα έργο που μιλά για τη διαφορετικότητα και την ελευθερία, αλλά συγχρόνως και για τη μοναξιά που αυτή επιφέρει…. και αυτό το επιχειρεί με μια ιδιαίτερη προσέγγιση μέσω συμβολισμών και μεταφορών ώστε να δώσει μια άλλη διάσταση σε αυτό που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Πρόκειται για το πρώτο μου μεγάλο θεατρικό που παρουσιάζεται στο κοινό, το οποίο συνάντησε πολλές δυσκολίες, οι οποίες ξεπεράστηκαν χάρη στην αρχική βοήθεια της Κωνσταντίνας Νικολαϊδη και μετέπειτα στη δουλειά και στην αφοσίωση της Πέπης Μοσχοβάκου, της Λίλης Τσεσματζόγλου και όλων των υπολοίπων συνεργατών.

– Πως ξεκινήσατε να το γράφετε;

Αφορμή ήταν μια άσκηση σε ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής, όταν και μου ζητήθηκε, στο πρώτο μου κείμενο, να γράψω ένα μικρό διήγημα για την περιγραφή μιας μέρας από τη ζωή μιας μύγας. Αυτό συνέβη, γιατί κύκλωσα με στυλό τη λέξη μύγα σε μια παράγραφο που μας δόθηκε για να επιλέξουμε τη λέξη που μας αρέσει. Στην πορεία αυτό – και αφού το άφησα στην άκρη για κάποια χρόνια- αρχισε να με απασχολεί ξανά και έψαξα να βρω έναν λόγο που θα μπορούσε ένας άνθρωπος να επιθυμεί την ένταξή του σε κάτι άλλο πέρα από το ανθρώπινο είδος. Έτσι γεννήθηκε το ΄Φλάι’ που μιλά για ένα πλάσμα που θεωρεί τον εαυτό του μύγα και μάλιστα όχι μια συνηθισμένη, αλλά μια goniurellia tridens.

– Γιατί επιλέξατε τη μύγα;

Μα γιατί άλλο; Γιατί η μύγα είναι ενοχλητική. Και αυτός ο άνθρωπος λέει αλήθεια και η αλήθεια πάντα ενοχλούσε, πάντα ξεβόλευε. Εμάς, τους γύρω μας, τις κοινωνικές συμβάσεις.

– Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε να περάσετε με αυτό το έργο, και ποια είναι αυτά;

Αλίμονο αν δεν θέλεις να περάσεις μήνυματα μέσα από το θέατρο. Το θέμα είναι ποιος είσαι εσύ που οι άλλοι θα σε ακούσουν. Θα ήταν ιδανικό αυτό που θες να πεις να ήταν τόσο ξεκάθαρο που να μπορείς να το χαρακτηρίσεις με δυο λόγια. Δεν θα το κάνω. Ο καθένας βλέπει, κρίνει και βγάζει τα δικά του συμπεράσματα για το αν τον άγγιξε κάποιο κομμάτι ή όχι μέσα από το κείμενο ενός συγγραφέα. Ξέρεις….το μυαλό, οι ηθικές αρχές και οι πράξεις του ανθρώπου είναι ατελείς. Είμαστε σίγουρα παραπλανημένοι. Και από εμάς τους ίδιους και από τους άλλους. Αυτό ίσως είναι ένα στοιχείο που μπορεί να δει κανείς μέσα από την παράσταση. Ο Σαίξπηρ έγραψε πως ‘’είμαστε όλοι κακούργοι καθισμένοι σε θέατρο’’. Στο οποίο κάποιοι κουνάνε το κεφάλι σε ένδειξη παραδοχής και κάποιοι πετάγονται από το κάθισμά τους θιγμένοι.

– Στο έργο παρακολουθούμε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι οριακά έως καθόλου αποδεκτός από την κοινωνία. Είναι τελικά τόσο σημαντικό να είμαστε αποδεκτοί;

Για μένα δεν είναι καθόλου σημαντικό. Σίγουρα ζούμε με άλλους ανθρώπους και θέλουμε η συνύπαρξή μας με αυτούς να είναι τέτοια ώστε να νιώθουμε ότι είμαστε αποδεκτοί. Με αυτούς που μας νοιάζουν όμως και αυτοί είναι εκείνοι που μας δέχονται όπως είμαστε. Συνυπάρχουμε σε έναν κόσμο, κυοφορούμε μια κοινωνία που έχει βάλει όρους στη λέξη αποδεκτό. Ακόμη και η ίδια η λέξη από μόνη της είναι οριοθετημένη. Υπάρχει ένα σημείο στο μονόλογο που μιλά για το καθωσπρέπει. ‘’Τί λέξη είναι; Πώς γράφεται; Είναι μια; Είναι δύο με κενό ανάμεσα και τελικά τί σημαίνει να είσαι καθωσπρέπει; Εγώ τις ενώνω. Τις γράφω σαν μια. Έτσι δείχνει καλύτερα τη σύνδεση. Την εξάρτηση ίσως. Την κατοχή. Την ολοκληρωτική κατοχή του εαυτού σου’’. Εννοείται ότι υπάρχουν όρια, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος, αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα από το να πασχίζεις μια ζωή για να σε δεχτεί μια κοινωνία που σε κλείνει σε κουτάκια, σε ντύνει όπως θέλει, σε χαρακτηρίζει με ευκολία. Από μια κοινωνία τελικά που εσύ ο ίδιος δεν αποδέχεσαι. Και αυτό είναι το οξύμωρο. Αφου στενάζεις τόσο, γιατί θες να μπεις;

– Η διαφορετικότητά μας είναι αυτό που μας κάνει μοναδικούς, σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπως αυτή που περιγράφετε, είναι λόγος αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Τελικά τι ζητάει η κοινωνία από εμάς;

Το θέμα είναι τί ζητάμε εμείς από εκείνη. Ποια κοινωνία θέλουμε. Εμείς την αποτελούμε. Εκείνη, όσο εμείς δεν αλλάζουμε, δεν διεκδικούμε θα παραμένει άκαμπτη. Η κοινωνία στο ‘Φλάι’ συμβολίζεται με μια χελώνα. Που μας προσφέρει το σπίτι της και προσπαθεί να μας ενσωματώσει. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να μικρύνουμε, να αδυνατίσουμε, να μην έχουμε τη δική μας φωνή. Και η ελευθερία;

– Το «Φλάι» είναι ένας ιλαροτραγικός μονόλογος. Ποια κομμάτια σας δυσκόλεψαν πιο πολύ;

Κανένα. Όταν σκοτώνεις το μπάτσο μέσα σου δεν υπάρχει πλεον κανένας περιορισμός. Η αλήθεια δεν πρέπει να δυσκολεύει. Το ψέμα το κάνει αυτό. Δυστυχώς τα έχουμε μπερδέψει.

– Στο κείμενο υπάρχει η φράση “ποιος Θεός ρε γελοίοι; Ποια ώρα; Ποια μοίρα; Άνθρωπος φίλε μου. Άτιμο πλάσμα!” Πως πιστεύετε πως η θρησκεία, με την μορφή που έχει πάρει σήμερα, επηρεάζει στον αποκλεισμό των διαφορετικών ανθρώπων;

Η θρησκεία πάντα επηρρέαζε. Δεν είναι κάτι τωρινό. ‘Εβαζε χαλινάρια. Το λυπηρό είναι ότι συνεχίζει να το κάνει. Και συνεχίζει γιατί βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Να κατευθύνει. Να δημιουργεί μάζες. Οπότε όλοι οι υπόλοιποι πέραν ης μάζας είναι διαφορετικοί. Πατάει πάνω στην ανάγκη του άλλου,στην απελπισία του, στο φόβο του και δημιουργεί μικρούς, ανεύθυνους, αδύναμους ανθρώπους. Θα κάνω εγώ κάτι άσχημο σε κάποιον και μετά θα ζητήσω συγχώρεση από τον εκπρόσωπο του Θεού και όλα θα είναι εντάξει. Θα θελήσω κάτι, θα κάνω το σταυρό μου, θα προσευχηθώ και όλα θα γίνουν δια μαγείας. Και πού είναι ο άνθρωπος; Η θρησκεία διδάσκει την αδράνεια. Είναι άλλο πράγμα η πίστη και άλλο αυτού του είδους η εκπροσώπηση. Η πίστη σε πάει μπροστά. Εγώ θεωρώ πως η αδυναμία το ανθρώπου για το θαύμα και μόνο αυτή, ονομάζεται Θεός. Πιστεύω στον άνθρωπο. Σε εκείνον που μπορεί να γίνει το θαύμα για το διπλανό του.

– Στο έργο γίνεται έντονος λόγος για την Ελενίτσα, τη μάνα, η οποία έχει κάνει πολλές λάθος επιλογές. Μάλιστα αναφέρεται πως μόνη της παρέα ήταν η τηλεόραση. Πόσο κοντά είναι αυτή η προσωπικότητα με τα σημερινά δεδομένα;

Με ρωτάς αν υπάρχουν άνθρωποι μόνοι τους με λάθος επιλογές; Πάρα πολλοί. Μπορείς να τους συναντησεις ακόμα και σε χώρους διασκέδασης, σε γραφεία προαγωγών, σε κρεβάτια διπλά γεμάτα, σε χαμόγελα και εξάρσεις χαράς. Η διαφορα τους με την Ελενίτσα είναι ότι εκείνη μας αφήνει να δούμε τη μοναξιά της.

– Έχει ευθύνη αυτή η μητέρα για τον αποκλεισμό του παιδιού της από την κοινωνία; Γενικά η οικογένεια;

Η οικογένεια είναι η πρώτη μορφή κοινωνίας. Οι περιορισμοί από εκείνη ξεκινούν. Εάν δημιουργούμε λάθος οικογένειες, τότε θα δημιουργήσουμε και λάθος κοινωνίες. Γενικά οι γονείς έχουν την τάση να φορτώνουν με τα δικά τους θέλω τα παιδιά τους. Άλλες φορές συνειδητά και άλλες υποσυνείδητα. Αυτό είναι μεγαλο βάρος και για τους περισσότερους μη διαχειρίσιμο. Από μικροί προσπαθούμε να κάνουμε πράγματα που θα ευχαριστήσουν τη μαμά και το μπαμπά, μετά το δάσκαλο, τον εργοδότη, τον/την σύντροφο. Και όταν κάποια στιγμή, αν είμαστε τυχεροί, συνειδητοποιήσουμε τί κάνουμε τόσα χρόνα στον εαυτό μας ή στα παιδιά μας και προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε αυτό, έστω και για λίγο νιώθουμε έξω από εκείνον τον κύκλο που μας έκανε να αισθανόμαστε ασφαλείς και μετά εναπόκειται σε μας πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχθούμε τις συνέπειες.

– Τελικά, αυτό το ανθρώπινο πλάσμα, τι χρειάζεται, για να είναι ευτυχισμένο;

Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ευτυχισμένοι. Στιγμιαία, ναι. Εξολοκλήρου, όχι. Γιατί είναι στη φύση μας η αίσθηση του ανικανοποίητου. Να δημιουργούμε, να είμαστε δοτικοί, να είμαστε καλά με τον εαυτό μας. Να νιώθουμε ότι μας κατανοούν. Αν είμαστε και πολύ τυχεροί, να μας αγαπούν. Αυτό. Φτάνει για να είμαστε έστω χαρούμενοι. Το να κυνηγάμε την ευτυχία είναι κάτι ουτοπικό. Όμως ας υπάρχει αυτό το κυνήγι, ας υπάρχει αυτή η ψευδαίσθηση, γιατί διαφορετικά θα βρεθούμε σε τέλμα και τότε θα είμαστε πραγματικά δυστυχισμένοι.

– Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και πως σας επηρέασαν;

Εκτιμώ απεριόριστα τη γραφή των Ρώσων. Στα 15 μου διάβασα τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Τον λάτρεψα. Ενώ δε συμφωνώ με τη μοιρολατρία του, πιάνω τον εαυτό μου σε αρκετά δικά μου κείμενα να έχει ένα τέτοιο μοτίβο. Δεν μου αρέσουν οι Αμερικάνοι. Βρίσκω τη γλώσσα τους ξύλινη και εύκολη. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις. Γενικά προτιμώ τους κλασικούς. Από τους σύγχρονους μου αρέσει αρκετά ο Ιρλανδός, ο Μακ Ντόνα.

– Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;

Ας ζήσουμε λίγο ακόμα το παρόν…


Αναλυτικές πληροφορίες από τον Οδηγό Θεάτρου

Φλάι

 

Φλάι
Κοινωνικό
της Στέλλας Ζαφειροπούλου

Θέατρο Αλκμήνη