Σε ένα θέατρο που μοιάζει να έχει βγει από άλλη εποχή, το «Φως του Γκαζιού» δεν είναι μία απλή θεατρική παράσταση, αλλά ένας λαβύρινθος ψευδαισθήσεων, όπου η πραγματικότητα διαβρώνεται αργά και μεθοδικά. Το διαχρονικό έργο του Patrick Hamilton, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Παπαδογιάννη, αναδύεται στη σκηνή με μια επικίνδυνη γοητεία, καθηλώνοντας το κοινό και βυθίζοντάς το σε μια ιστορία τρόμου που ξεπερνά τη συμβατική έννοια του μυστηρίου.
Γράφει ο Νικόλαος – Νεκτάριος Γινάργυρος
Η σκηνή μεταμορφώνεται σε ένα σπίτι, όπου το φως κυριολεκτικά και μεταφορικά πάλλεται. Ο θεατής γίνεται αόρατος συγκάτοικος της Μπέλλα Μάννινγκαμ, η οποία περιπλανιέται στα όρια της λογικής και της παραφροσύνης. Η Αθηνά Ασημάκη ενσαρκώνει τη Μπέλλα με μια σπάνια ισορροπία εύθραυστης αθωότητας και υποβόσκουσας δύναμης. Καθώς η παράσταση προχωρά, η ψυχολογική φθορά του χαρακτήρα της απεικονίζεται με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο που ο θεατής νιώθει σχεδόν φυσική ενσυναίσθηση – μια ασφυκτική αγωνία που τρυπώνει στα κόκαλα. Το βλέμμα της καθρεφτίζει την ψυχολογική καταρράκωση, ενώ η εσωτερική της δύναμη αναδύεται συγκλονιστικά στη δραματική κορύφωση.
Απέναντί της, ο Γιάννης Παπαδογιάννης στον ρόλο του Τζακ Μάννινγκαμ δεν είναι απλώς ο άντρας της, αλλά ο αριστοτέχνης της χειραγώγησης, όπου χτίζει έναν Τζακ ψυχρό, σαγηνευτικό και επικίνδυνα γοητευτικό. . Με παγερή ευγένεια και μια τεχνική ερμηνείας που αποπνέει κάτι εφιαλτικά οικείο, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν από τους πιο ύπουλους θεατρικούς ήρωες. Δεν υψώνει ποτέ τη φωνή, δεν απειλεί με τρόπο προφανή, αλλά αντιθέτως κάνει την αμφιβολία όπλο του, φυτεύοντάς τη τόσο βαθιά που ακόμα και το κοινό αρχίζει να αναρωτιέται: βλέπουμε όντως αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε;
Ο τίτλος του έργου δεν είναι τυχαίος, καθώς το φως του γκαζιού γίνεται ο σιωπηλός αφηγητής μιας ιστορίας όπου η αντίληψη γίνεται εύπλαστη. Οι σκοτεινές γωνίες της σκηνής, οι διακριτικές αλλά κομβικές αυξομειώσεις του φωτός, δημιουργούν έναν ατμοσφαιρικό τρόμο που λειτουργεί ακατάπαυστα. Ο θεατής δεν βλέπει απλώς μια ιστορία, αλλά τη βιώνει, σαν να βρίσκεται εγκλωβισμένος στο ίδιο σπίτι, παρατηρώντας τις σκιές να μεγαλώνουν.
Αυτό που κάνει το «Φως του Γκαζιού» μια παράσταση πέρα από το κλασικό θρίλερ είναι η σύνδεσή του με την ίδια την πραγματικότητα. Το gaslighting –η έντεχνη διαστρέβλωση της αλήθειας, ώστε το θύμα να αμφισβητεί τη δική του αντίληψη– είναι κάτι που δεν περιορίζεται στη σκηνή. Ο Γιάννης Παπαδογιάννης επιλέγει έναν ρυθμό που αντανακλά την εσωτερική αναστάτωση της πρωταγωνίστριας: οι πρώτες σκηνές εκτυλίσσονται σχεδόν νωχελικά, δίνοντας έμφαση στη φαινομενικά συνηθισμένη καθημερινότητα, όμως όσο προχωρά η πλοκή, η αίσθηση της ασφυξίας κλιμακώνεται.
Η σταδιακή απώλεια ελέγχου της Μπέλλα αποτυπώνεται σκηνοθετικά μέσα από μικρές, αλλά ευφυείς παρεμβάσεις στον φωτισμό, στις σιωπές και στη σωματική κίνηση. Η επιτυχία της σκηνοθεσίας του Γιάννη Παπαδογιάννη έγκειται στην ικανότητά του να μεταφέρει αυτή τη διαστρέβλωση στον ίδιο τον θεατή, παίζοντας με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες του. Η σκηνοθεσία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης μεταξύ των χαρακτήρων. Ο Τζακ κινείται πάντα με αυτοπεποίθηση, επιβάλλοντας την παρουσία του μέσα στον χώρο, ενώ η Μπέλλα συχνά αποφεύγει το βλέμμα του, ενισχύοντας την αίσθηση καταπίεσης. Οι σκηνές μεταξύ των δύο τους είναι έντονες, με έντεχνα χτισμένες παύσεις που κάνουν ακόμα πιο έντονη τη συναισθηματική φόρτιση.
Οι συμπληρωματικοί ρόλοι ενισχύουν το πλέγμα της παράνοιας. Η Κική Δημητρακάκη ως Νάνσυ φέρνει στη σκηνή έναν αέρα αλαζονείας και ανεμελιάς, κρύβοντας κάτω από την ελαφρότητα μια κρυφή φιλοδοξία. Η χημεία της με τον Γιάννη Παπαδογιάννη είναι υποβλητική και υπαινικτική, προσθέτοντας μια ακόμη διάσταση στην ατμόσφαιρα έντασης. Η Φαίη Καραμάνου ως Ελίζαμπεθ στον ρόλο της πιστής και συνετής υπηρέτριας, επιδεικνύει μια διακριτική, αλλά ουσιαστική παρουσία, μεταφέροντας την αγωνία και τις υπόνοιες μιας γυναίκας που βλέπει αλλά δεν μιλά. Αποτελεί τον βουβό μάρτυρα της αλήθειας, μια φιγούρα που ισορροπεί μεταξύ αφοσίωσης και φόβου.
Ο Κυριάκος Μαρκάτος στον ρόλο του Ραφ προσδίδει στον ρόλο του ντετέκτιβ μια στιβαρότητα και μια ήρεμη αποφασιστικότητα, που λειτουργεί σαν αντίβαρο στο χάος του σπιτιού των Μάννινγκαμ. Η αλληλεπίδρασή του με τη Μπέλλα είναι ιδιαίτερα δυνατή, προσφέροντας την απαραίτητη ελπίδα στη σκοτεινή πλοκή του έργου. Ο Γιάννης Μουτζούρης υποδύεται τον Μπούκερ με ένα κράμα αυστηρότητας και μυστικότητας, δημιουργώντας μια αίσθηση ότι κάτι γνωρίζει, αλλά δεν το αποκαλύπτει. Μια ερμηνεία που υποστηρίζει ιδανικά τη συνολική ατμόσφαιρα του έργου και προσθέτει στην αφήγηση τις απαραίτητες ρωγμές που οδηγούν στην αποκάλυψη.
Το «Φως του Γκαζιού» δεν είναι απλώς ένα θεατρικό έργο. Είναι μια εσωτερική μάχη, μια υπόγεια διαδρομή στην αμφιβολία και την παράνοια, ένα παιχνίδι δύναμης που συνεχίζει να παίζεται πολύ μετά την αυλαία. Η παράσταση αυτή δεν ζητά απλώς την προσοχή του θεατή – τη διεκδικεί, τη χειραγωγεί, την κάνει κομμάτι της και όταν το φως του γκαζιού χαμηλώνει για τελευταία φορά, μια ερώτηση παραμένει να αιωρείται στο σκοτάδι: τι από όσα είδαμε ήταν πραγματικό;
Καμία κριτική