Κλείνω τα μάτια, εγκλωβίζω τις ανάσες, αφήνομαι στο σχήμα του κορμιού σου. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια από τα ταξίδια που μου χάρισες. Μπορώ να τα εξιστορώ έως το τέλος των στιγμών μου. Αξέχαστα μονοπάτια αγάπη μου. Ήταν έρωτας, ήταν μεθύσι, ήταν χάσιμο!!! Όταν επιστρέφω στην αλήθεια, ανοίγω τα μάτια, ανασαίνω… κι εσύ χάνεσαι.

Όλα τα μέρη δείχνουν οικεία, όλα τα σύννεφα διαλύονται, όλα τ΄ άστρα με κοιτάνε. Δε φοβάμαι που αδυνατώ να αγγίξω το χέρι σου, δε φοβάμαι που δεν έχω τη δυνατότητα να σου απαριθμώ τα βάσανα που θα έρθουν, που δε θα μπορώ να σου χαμογελάω να μου χαμογελάς με τις χαρές. Ένιωθα πως ήμουν εντελώς εξαρτημένη από τη φύση σου, ήθελα να πιστεύω πως ό,τι είναι παράφορο δε φοράει ποτέ το τέλος επάνω του.

Συγχώρα με, έρωτα, συγχώρα με!

Ήταν που ένιωθα πως είχα χάσει το μυαλό μου, ήταν που ένιωθα ότι τρελάθηκα. Θυμάμαι όμως πως είχα κερδίσει εκείνα τα σπάνια και πανέμορφα βιολετί σου μάτια με την προσωπικότητα του μυαλού μου. Τι περίεργο παιχνίδι αυτός ο έρωτας “κερδίζεις – χάνεις, χάνεις – κερδίζεις” δεν έχει άλλη επιλογή. Κι έψαχνα να βρω τη μνήμη μου… τσουπ έβρισκα τη χαρά, κι έψαχνα να βρω εμένα… τσουπ έβρισκα εσένα.

Έχουν ξεχάσει τα χρόνια το συναίσθημα, κατάλαβα έπειτα πως είχα φτάσει να θεοποιήσω τις ανάγκες μου στην τόσο όμορφη πλασαρισμένη εικόνα που σου έχει χαρίσει ο Κύριος.

Μπορώ, πέρα από τα μονοπάτια και τις πηγές του κορμιού σου, να εξιστωρώ· πως ήταν δυνατόν εκείνα τα χρόνια να ζω τρεις στιγμές στην κόλαση και μια στον παράδεισο, τρεις στιγμές στην κόλαση και μια στο απόλυτο.

Πλέον, όταν ανοίγω τα μάτια· στέκομαι στο ψηλότερο σκαλοπάτι (εκείνο που με έσπρωξες) θυμάσαι; Στέκομαι εκεί κι έχω τη δύναμη να βλέπω ακόμη τα σημάδια από την πτώση. Πως γίνεται έτσι ποτέ δεν κατάλαβα!!!

Από τότε που ξανά ανέβηκα στη ζωή, όταν κοιτάζω τα μάτια σου βλέπω μια βιβλιοθήκη καλοντυμένη με βιβλια και πάντα μια άγνωστη φωνή μου φωνάζει: “ζητείται ψευδαίσθηση να χαρίζει στιγμές”.

Βασιλική Μελισσουργού
© HoneyMaker