Η θεατρική παράσταση “Μην περάσεις το ποτάμι” της Βέρας Βασιλείου – Πέτσα, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαντέλη, ανεβαίνει στο Θέατρο Αλκμήνη, παρασύροντας το κοινό σε μια συναισθηματική και πολιτικά φορτισμένη διαδρομή, που αντανακλά τη διαχρονική πάλη του ανθρώπου με το πεπρωμένο και τις κοινωνικές του αλυσίδες.
Γράφει ο Νικόλαος – Νεκτάριος Γινάργυρος
Η παράσταση ξεκινάει με έναν τόνο νοσταλγίας, αλλά σύντομα βυθίζεται σε μια ζοφερή πραγματικότητα, όπου ο έρωτας και η πολιτική δεν είναι απλώς σκηνικό υπόβαθρο, αλλά οι κύριοι άξονες μιας αφήγησης που ισορροπεί ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό δράμα. Τα Τρίκαλα της δεκαετίας του ’60, με τη σκληρότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και τις ταξικές αντιθέσεις, γίνονται το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Βάγια και ο Δημήτρης παλεύουν για έναν έρωτα που μοιάζει προκαθορισμένος να μην ευδοκιμήσει.
Η σκηνοθετική ματιά της Κατερίνας Μαντέλη είναι ρεαλιστική, αλλά και ποιητική, αφήνοντας χώρο στους χαρακτήρες να αναπτυχθούν χωρίς υπερβολές. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η αίσθηση της καταπίεσης, τόσο της προσωπικής, όσο και της κοινωνικοπολιτικής είναι ευφυής, καθώς οι σκηνές μοιάζουν με πίνακες μιας Ελλάδας που αιμορραγεί, αλλά και που ελπίζει. Με μια αισθητική που συνδυάζει την ατμοσφαιρική σκηνογραφία και τη δυναμική κινησιολογία των ηθοποιών, η Κατερίνα Μαντέλη δημιουργεί ένα σκηνικό σύμπαν που αιχμαλωτίζει τον θεατή από την πρώτη στιγμή, καθώς αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις των χαρακτήρων, οδηγώντας τους ερμηνευτές της σε στιγμές σπάνιας εσωτερικότητας και εκφραστικής έντασης. Οι σιωπές γίνονται τόσο ισχυρές όσο και οι λέξεις, ενώ η σωματική κίνηση των ηθοποιών αποτυπώνει αριστοτεχνικά τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Η δραματουργική της αντίληψη βασίζεται στη δημιουργία μιας ρευστής αφήγησης, όπου το παρελθόν και το παρόν, το πραγματικό και το φαντασιακό διαπλέκονται αδιάκοπα, εντείνοντας την συναισθηματική εμπλοκή του κοινού.
Ο Τάσος Σωτηράκης, στον ρόλο του Καρανίκα, φέρνει στη σκηνή έναν χαρακτήρα τόσο αυθεντικά σκληρό και ταυτόχρονα εγκλωβισμένο στα δικά του τραύματα, που τον καθιστά εμβληματικό της εποχής του. Ο Τάσος Σωτηράκης πλάθει έναν χαρακτήρα βαθιά ανθρώπινο, χωρίς να διολισθαίνει σε μια καρικατούρα κακού. Ο τρόπος που ενσαρκώνει τον σκληρό μεγαλοκτηματία που διεκδικεί τη Βάγια, τον καθιστά τραγική φιγούρα ενός άνδρα που δεν ξέρει να αγαπά, παρά μόνο να κατέχει. Η βροντερή φωνή του και η ατσάλινη παρουσία του στη σκηνή κάνουν κάθε του εμφάνιση υποβλητική.
Η Αλεξάνδρα Στεργίου (Βάγια) αποδίδει με εσωτερικότητα τη μετάβαση από την αθωότητα στην πικρή συνειδητοποίηση. Η Βάγια είναι ένα αγρίμι παγιδευμένο σε ένα χρυσό κλουβί. Η ερμηνεία της ισορροπεί μεταξύ της εύθραυστης θλίψης και της ανυπότακτης δύναμης. Οι στιγμές που η σιωπή της μιλά πιο δυνατά από τα λόγια της, χαράσσονται στο μυαλό του θεατή.
Ο Κωστής Σαββιδάκης (Μπάρμπα-Φάνης) αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μια φιγούρα που ενσαρκώνει τη σοφία και την τραγικότητα της λαϊκής Ελλάδας. Ο ρόλος του επιστάτη που λειτουργεί ως ηθικό στήριγμα της Βάγιας βρίσκει στον Κωστής Σαββιδάκη έναν ηθοποιό που ξέρει να δίνει βάθος ακόμα και στις πιο απλές ατάκες. Με ένα βλέμμα γεμάτο πίκρα και κατανόηση, προσθέτει ένα στοιχείο ανθρωπιάς στο σκληρό περιβάλλον της ιστορίας.
Ο Βασίλης Τριανταφύλλου (Δημήτρης) προσδίδει στο ρόλο του μια αίσθηση αυθεντικής νεανικής επαναστατικότητας, τρυφερότητας και γενικότερα θα λέγαμε είναι το φως της παράστασης. Με μια ζεστασιά στη φωνή και μια φυσικότητα στην κίνηση, αποτυπώνει έναν άνδρα που αγαπά, ελπίζει και επαναστατεί. Η σχέση του με τη Βάγια αναπτύσσεται με αφοπλιστική απλότητα, κάνοντάς μας να επενδύσουμε συναισθηματικά στο δράμα τους.
Ο Γιώργος Ζώης στον ρόλο του Σερέτη, δεν ερμηνεύει απλώς τον καταπιεστικό χωροφύλακα, τον ενσαρκώνει με μια ανατριχιαστική αληθοφάνεια, δημιουργώντας μια φιγούρα που προκαλεί αποστροφή, ένταση, αλλά και μια λεπτή κατανόηση για τη βαθιά του ανασφάλεια. Η παρουσία του είναι επιβλητική, σκληρή και γενικότερα είναι ένας ήρωας που λατρεύεις να μισείς.
Η Τερέζα Κοζιτόρη ως Μαρίνα, φέρνει μια ανάσα ελπίδας στην παράσταση, με μια ζωντάνια που ισορροπεί την καταχνιά της υπόθεσης. Η χημεία της με τη Βάγια (Αλεξάνδρα Στεργίου) δίνει στις σκηνές τους μια αυθεντική αίσθηση αδελφικής αγάπης.
Ο Δημήτρης Τσάκωνας ως ο πατέρας της Βάγιας και η Μέμη Αναστασοπούλου ως η μητέρα του Δημήτρη, προσθέτουν ο καθένας χωριστά το δικό του μικρό κομμάτι στο παζλ της αφήγησης, δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο που στηρίζει τις κεντρικές ερμηνείες και την πλοκή και εξέλιξη του έργου.
Οι δύο χορευτές Κωνσταντίνος Κατσούδας και Ελένη Δήμου αποτελούν ένα χοροθεατρικό εγχείρημα που συνδυάζει κίνηση, μουσική και αφηγηματικότητα με έναν τρόπο βαθιά συγκινητικό και πρωτότυπο. Στο επίκεντρο της σκηνής, οι δύο χορευτές λειτουργούν ως αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές δυνάμεις, δημιουργώντας έναν διάλογο γεμάτο ένταση, πάθος και ευαισθησία. Η δυναμική τους αλληλεπίδραση, γεμάτη λεπτές αλλά εκρηκτικές στιγμές, καταφέρνει να επικοινωνήσει βαθιά συναισθήματα, χωρίς την ανάγκη λέξεων.
Η σκηνογραφία της Ιωάννας Κατσιαβού λειτουργεί με τρόπο που υπηρετεί το έργο: απέριττη αλλά εύγλωττη, μετατρέποντας τη σκηνή σε ένα χωρικό συμβολισμό των περιορισμών που βιώνουν οι ήρωες. Οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση δημιουργούν εναλλαγές συναισθημάτων, από το φως της ελπίδας στο σκοτάδι της απελπισίας, συμπληρώνοντας έτσι μια ατμόσφαιρα με μια υποδόρια συγκινησιακή φόρτιση.
Τέλος, η πρωτότυπη μουσική σύνθεση της Αρετής Κοκκίνου διακρίνεται για την ευαισθησία και την εκφραστικότητα, ώστε να μεταμορφώνει το ηχητικό τοπίο σε έναν χώρο όπου η δράση αποκτά βάθος και ένταση. Οι μελωδική της γραμμή είναι λιτή και πολυδιάστατη ταυτόχρονα, σμίγει με τις λέξεις και τους διαλόγους, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που άλλοτε αναδύει νοσταλγία, άλλοτε αγωνία και άλλοτε μια αδιόρατη αίσθηση λύτρωσης.
Η ενορχήστρωση της Αρετής Κοκκίνου ακολουθεί τη δραματουργία με εξαιρετική λεπτότητα, κάποιες στιγμές διακριτική, άλλες πιο δυναμική, η μουσική της λειτουργεί σαν ένας κρυφός σκηνοθέτης που κατευθύνει το συναίσθημα του θεατή χωρίς να το επιβάλλει.
Η παράσταση “Μην περάσεις το ποτάμι” δεν είναι απλώς μια ιστορία αγάπης, αλλά είναι μια καταγραφή της μοίρας ενός λαού, της αντοχής και της ήττας του. Η παράσταση αναδεικνύει το αιώνιο ερώτημα: πόσο μπορεί να καθορίσει η εποχή έναν έρωτα και πόσο το συναίσθημα μπορεί να αντισταθεί στην ιστορία; Μια θεατρική εμπειρία που δεν αφήνει περιθώρια για αδιαφορία, αλλά μόνο για προβληματισμό και συγκίνηση. Με ερμηνείες που πάλλονται από ένταση και σκηνοθεσία που αναδεικνύει κάθε ψυχικό αδιέξοδο, καταφέρνει να μεταφέρει το κοινό σε μια εποχή που μοιάζει μακρινή, αλλά είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Καμία κριτική