Η Δεσποινίς Τζούλια κατεβαίνει από τα σκανδιναβικά υψίπεδα στην καρδιά της Πάτρας του 1959 και όχι, δεν πρόκειται για απλή μεταφορά εποχής. Στο Studio Κυψέλης, η ομάδα «Θεατρίνων Θεατές» και ο σκηνοθέτης Γιώργος Λιβανός παίρνουν τον Στρίντμπεργκ απ’ το χέρι και τον συστήνουν ξανά στο ελληνικό κοινό, με έναν τρόπο που δεν ξεχνά το πρωτότυπο, αλλά του δίνει νέα πνοή και νέα ένταση.
Γράφει ο Νικόλαος – Νεκτάριος Γινάργυρος
Η παράσταση «Είναι αυτή η Δεσποινίς Τζούλια;», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού και παραγωγή της ομάδας «Θεατρίνων Θεατές», παρουσιάστηκε στο Studio Κυψέλης την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου-Απριλίου 2025. Η ομάδα επέλεξε να μεταφέρει τη δράση του κλασικού έργου του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ στην Πάτρα του 1959, διατηρώντας την αυθεντικότητα του κειμένου, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητά του.
Ο Γιώργος Λιβανός με εξαιρετική σκηνοθετική ευαισθησία, ανέλαβε τη σκηνοθεσία και φέρνει στο προσκήνιο μια από τις πιο καίριες και αμφιλεγόμενες στιγμές της κλασικής δραματουργίας, αφού δημιούργησε μια παράσταση που συνδυάζει το ρεαλισμό με την ποιητική διάσταση του έργου, διατηρώντας όμως την ένταση των συναισθηματικών και κοινωνικών συγκρούσεων που το χαρακτηρίζουν. Η επιλογή της μετεμφυλιακής Πάτρας ως φόντο είναι εμπνευσμένη, αφού προσέδωσε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ενισχύοντας τα θέματα της πάλης των τάξεων και της κοινωνικής ανέλιξης. Η Ελλάδα του ’50 με τις παγιωμένες τάξεις, τις σιωπηλές φιλοδοξίες και τα ένοχα βλέμματα, γίνεται το τέλειο περιβάλλον για την έκρηξη των χαρακτήρων. Ο Λιβανός, με ευφυΐα και ψυχραιμία, μεταφέρει τη δράση του έργου στην Ελλάδα, καταφέρνοντας να γεφυρώσει τη συντηρητική, πατριαρχική κοινωνία της εποχής με μία πιο σύγχρονη οπτική του έργου, όπως είναι η μάχη των τάξεων, η ψυχολογική καταπίεση και οι σχέσεις εξουσίας. Η σκηνοθεσία εστίασε στην ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και τα κίνητρά τους. Ο Γιώργος Λιβανός δεν «σκηνοθετεί» απλώς, ξεκλειδώνει τις πληγές των προσώπων, φτάνει στο μεδούλι των ψυχών τους και αφήνει το κοινό να δει τον εαυτό του μέσα από τις ρωγμές. Οι διαρκείς μεταβάσεις από τη σιωπή στη βία, από την απόγνωση στην υπερβολή, είναι αξιοσημείωτες. Αυτή η καταπληκτική ικανότητα του να εναλλάσσει συναισθηματικές καταστάσεις χωρίς να χάνει την εσωτερική δυναμική του έργου είναι το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας του.
Η Σοφία Μπεράτη προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη αντιφάσεις, αποτυπώνοντας την ψυχολογική σύγκρουση της Τζούλιας με αριστοτεχνικό τρόπο. Η ηρωίδα της, μία νέα γυναίκα γεμάτη πάθη και επιθυμίες, δεν είναι απλώς το θύμα της κοινωνικής της θέσης, αλλά και της δικής της αδυναμίας να ελέγξει τη ζωή της. Η Σοφία Μπεράτη ζωντανεύει με τρόπο εκπληκτικό τις εσωτερικές αντιφάσεις του χαρακτήρα της Τζούλιας, από την κοινωνική καταπίεση στην ερωτική ελευθερία, από την ανυπακοή στην παραίτηση. Κάθε της κίνηση και κάθε της λέξη αποπνέει τη ζοφερή αίσθηση της απομάκρυνσης από την πραγματικότητα, με την Τζούλια να προσπαθεί διαρκώς να ανακαλύψει ποιος είναι ο τόπος που μπορεί να βρει ελευθερία — μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι είναι εχθρός της.
Ο Σωτήρης Αντωνίου, ως Ζαν, παρουσιάζει έναν υπηρέτη που δεν είναι απλώς το «κατώτερο» μέλος της κοινωνικής κλίμακας, αλλά ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του μέσω της δικής του εξουσίας πάνω στην Τζούλια. Η ερμηνεία του αποπνέει σφοδρότητα και ένταση, ενώ καταφέρνει να δείξει τη διάσταση του χαρακτήρα του, που βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τις κοινωνικές και προσωπικές του φιλοδοξίες. Ο Ζαν, είναι το τέλειο παράδειγμα του ανθρώπου που, αν και αναγνωρίζει την κατάστασή του, δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του άλλου για να αναρριχηθεί. Η δυναμική του με την Τζούλια εκτυλίσσεται με κλιμακούμενη ένταση, από την αρχική τους αλληλεπίδραση έως το φινάλε της παράστασης. Σφίγγει τις λέξεις του σαν σφαίρες, με βλέμμα που διψά να ξεφύγει, να ανέβει, να καταβροχθίσει το “απαγορευμένο”.
Η Τέτα Κωσταντά, ως Κριστίν, προσφέρει μια εξαιρετική εκδοχή του «τρίτου» χαρακτήρα, που αποτελεί το θεμέλιο της παράστασης. Η Κριστίν, η υπηρέτρια που αναδεικνύει την απλότητα και την εξωτερική ψυχραιμία, είναι το αντίβαρο στη φαινομενική εκρηκτικότητα των άλλων δύο χαρακτήρων. Μέσα από την ερμηνεία της Τέτας Κωσταντά, βλέπουμε τη γυναίκα που κατανοεί πλήρως την κοινωνική θέση της και την «ορθότητα» της θέσης της, η οποία, όμως, είναι γεμάτη θυμό και απωθημένα. Η διττότητα του χαρακτήρα της, η οποία υπογραμμίζεται με τη σιωπή και τις σφοδρές ματιές της, είναι το ιδανικό συμπλήρωμα για τις εκρηκτικές προσωπικότητες της Τζούλιας και του Ζαν. Η Τέτα Κωσταντά απέδωσε τον χαρακτήρα του ρόλου της με βάθος, αυθεντικότητα, δύναμη και ευθραυστότητα, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα του. Δεν είναι απλώς η φωνή της λογικής, είναι η αθέατη δύναμη της γης, μια σιωπηλή επανάσταση κάτω από την ποδιά.
Τα κοστούμια της Vania Alexandrova είναι σαν δεύτερο δέρμα: λένε τη δική τους ιστορία, φωνάζουν ταξικές διαφορές, και ταυτόχρονα ψιθυρίζουν εσωτερικά δράματα. Η Βάνια όπως κάθε φορά στις δουλειές που αναλαμβάνει για ακόμη μία φορά φτιάχτηκαν με βάση στην λεπτομέρεια, όπου αντικατόπτριζαν την κοινωνική θέση και την προσωπικότητα κάθε χαρακτήρα, ενώ η χρήση του χρώματος και της υφής ενίσχυε την εποχική ατμόσφαιρα.
Η παράσταση «Είναι αυτή η Δεσποινίς Τζούλια;» αποτέλεσε μια αξιόλογη προσέγγιση του κλασικού έργου του Στρίντμπεργκ, με σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο και ταυτόχρονα με φρέσκια ματιά που αναδεικνύει τη διαχρονικότητά του. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Λιβανου, σε συνδυασμό με τις δυνατές ερμηνείες και την προσεγμένη αισθητική, δημιούργησαν μια παράσταση που αξίζει την προσοχή του θεατρικού κοινού. Μέσα από τη σφιχτή σκηνοθετική του δομή, τις αριστοτεχνικές ερμηνείες και την ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο, η παράσταση καταφέρνει να φέρει στο φως τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής. Μια παράσταση που καλεί το θεατή να αναρωτηθεί: Υπάρχουν τελικά όρια στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τι είναι αυτό που μας καταδιώκει όταν αψηφάμε την κοινωνική τάξη και την ηθική;
Αυτή η «Τζούλια» δεν είναι ένα ακόμα ανέβασμα του Στρίντμπεργκ. Είναι ένα κάλεσμα να δούμε αλλιώς την πάλη των φύλων, των τάξεων, των ρόλων. Είναι μια παράσταση που έχει το θάρρος να σκάψει εκεί που πονάει και να το κάνει με τέχνη, ακρίβεια και σεβασμό. “Είναι αυτή η Δεσποινίς Τζούλια;”
Ναι — και είναι πιο αληθινή, πιο οικεία και πιο εκρηκτική από ποτέ.
Καμία κριτική