Υπάρχουν παραστάσεις που σου προκαλούν θαυμασμό, άλλες που σε συγκινούν και υπάρχουν κι εκείνες που σε στοιχειώνουν. Που κουβαλούν μια αλήθεια τόσο ωμή και τόσο τρυφερή ταυτόχρονα, που νιώθεις να περπατάει δίπλα σου φεύγοντας απ’ το θέατρο. “Το Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας” είναι ένα τέτοιο έργο. Δεν είναι απλώς μια θεατρική παράσταση, αλλά είναι το ψυχογράφημα μιας γυναίκας – σύμβολο, που έγινε από σάρκα-σύστημα, από σύστημα-φλόγα και από φλόγα-στάχτη…
Γράφει ο Νικόλαος – Νεκτάριος Γινάργυρος
Στο Θέατρο 104, μέσα σε έναν χώρο λιτό, σχεδόν εξομολογητικό, ξεδιπλώνεται ένα θεατρικό έργο που πάλλεται ανάμεσα στον σαρκασμό και την τρυφερότητα, στη βία και την εξομολόγηση, στον έρωτα και την απώλεια. Η παράσταση «Το Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας», βασισμένη στο βιβλίο «Το Τίμιο Μπορντέλο» της Σπεράντζας Βρανά και σκηνοθετημένη από τον Αλέξανδρο Λιακόπουλο, δεν είναι απλώς ένα θεατρικό έργο, αλλά είναι μια μαρτυρία. Μια προσωπική κατάθεση ψυχής που σπάει τα στερεότυπα και ανασυνθέτει τη γυναίκα πίσω από το φως της κόκκινης λάμπας. Η Μαντάμ Ρόζα, άλλοτε Ρηνούλα, άλλοτε Πεπίτα, είναι κάτι παραπάνω από μία γυναίκα του “χώρου”, είναι το ίχνος της γυναικείας επιβίωσης στον πυκνό ιστό μιας ανδροκρατούμενης, οικονομικά βουλιμικής και συναισθηματικά φτωχής κοινωνίας.
Ο θεατής καλείται να ξεπεράσει το “μπουρδέλο” ως χώρο σκανδαλισμού ή περιθωρίου και να δει την Μαντάμ Ρόζα σαν έναν κώδικα αντίστασης και αυτογνωσίας. Η πορνεία δεν παρουσιάζεται εδώ ούτε ως κατάρα, ούτε ως λύτρωση, αλλά είναι η κανονικότητα εκείνων που δεν είχαν την πολυτέλεια να επιλέξουν και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο η παράσταση χτυπάει φλέβα, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με τα στερεότυπα που κρατάμε, ακόμα κι όταν νομίζουμε πως τα έχουμε σπάσει.
Η Ρόζα – παλαιότερα Ρηνούλα, κατόπιν Πεπίτα – δεν έγινε πόρνη, γεννήθηκε. Το δηλώνει με καμάρι, όπως μια πολεμίστρια που διάλεξε τη μοίρα της και την υπηρέτησε μέχρι τέλους και είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που καθιστά την ερμηνεία της Δανάης Καλοπήτα συγκλονιστική, γιατί δεν ερμηνεύει απλώς μια γυναίκα του υποκόσμου, υποδύεται έναν ολόκληρο κόσμο, με τα θραύσματα των σωμάτων και των συναισθημάτων που τον κατοικούν.
Η Δανάη Καλοπήτα, ως Μαντάμ Ρόζα, φέρει την παράσταση στους ώμους της, μα όχι σαν φορτίο, αλλά σαν περήφανη ουλή. Η Ρόζα της δεν είναι «γεννημένη πουτάνα» μόνο με την έννοια του επαγγέλματος, αλλά γεννημένη να ταΐζει τις ψυχές των άλλων, ακόμα και κόβοντας κομμάτια απ’ τη δική της. Η ερμηνεία της ξεγυμνώνει τον ρόλο από κάθε καρικατούρα: είναι συγκρατημένα παθιασμένη, τολμηρά ήσυχη, σχεδόν αρχαϊκή. Στέκεται ως Ρόζα, όχι πάνω στη σκηνή, αλλά σχεδόν μέσα μας. Δεν παίζει τη Μαντάμ. Γίνεται η Μαντάμ. Με μια φωνή που ξεγλιστράει από τη σκληρή εξομολόγηση και από τον θυμό στην παιδική πληγή, η Δανάη Καλοπήτα καταφέρνει να φτιάξει μια ηρωίδα που δεν ζητά ούτε λύπηση, ούτε συγχώρεση. Ζητά – απαιτεί – να ακουστεί. Με τη ματιά της φτιάχνει κόσμους και με τη σιωπή της τους καταστρέφει. Μια γυναίκα που κάποτε πίστεψε πως το κορμί της ήταν νόμισμα, και συνειδητοποίησε με τον καιρό ότι η ψυχή της ήταν το μεγαλύτερο αντίτιμο. Το κοινό δεν παρακολουθεί απλώς έναν μονόλογο, εισέρχεται στον εσωτερικό της λαβύρινθο και παρακολουθεί την σταδιακή μεταμόρφωσή της από κοριτσάκι σε μία επαγγελματία πόρνη!
Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Λιακόπουλου είναι κοφτερή και βαθιά συναισθηματική. Δεν προσπαθεί να «σώζει» τους ήρωές του, ούτε να τους λυπηθεί. Τους αφήνει να υπάρξουν όπως είναι, τραχείς, πληγωμένοι, παθιασμένοι. Ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος δεν φτιάχνει θέατρο για να διδάξει, δεν ηθικολογεί, δεν κραυγάζει. Είναι ένας καθρέφτης θαμπός από καπνούς, ιδρώτα και δάκρυα· ένας καθρέφτης που, αντί να αντανακλά, απορροφά τις ψυχές των χαρακτήρων του και τις επιστρέφει στο κοινό, λυτρωτικά γυμνές. Στήνει μια παράσταση λιτή, σχεδόν μινιμαλιστική, που όμως είναι φορτισμένη από λεπτομέρειες, ουσία και ηθικά μηνύματα! Δεν δείχνει το μπορντέλο ως τόπο εξευτελισμού ή λύτρωσης, αλλά το αναδεικνύει ως μικρόκοσμο της ίδιας της κοινωνίας: μια κοινωνία που πληρώνει για κορμιά, αλλά δεν πληρώνει ποτέ για τις ψυχές που καταστρέφει.
Το σκηνικό του Γιώργη Κοντοπόδη είναι σχεδόν συμβολικό: λιτό, αλλά έντονο, ένα κόκκινο φως που δεν φωτίζει αλλά πνίγει. Είναι μια σύγχρονη αγιογραφία του περιθωρίου – απλό, σχεδόν αφαιρετικό, με κρυφές λεπτομέρειες που μαρτυρούν πόνο, δουλειά, κόπο και επιβίωση. Η μουσική του Άγγελου Ανδρεόπουλου έρχεται ως πνοή, ως κάλεσμα, ως απόγνωση. Οι φωτισμοί και η μουσική λειτουργούν, όχι απλώς ως σκηνική υποστήριξη, αλλά ως εσωτερικοί μηχανισμοί της μνήμης.
Η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της “Το τίμιο Μπορντέλο“, στο οποίο είναι βασισμένο και το έργο, δεν εξιδανικεύει, δεν μετανοεί. Το έργο της είναι μια χειρονομία ειλικρίνειας, που αγγίζει τη μυθική διάσταση της καθημερινότητας – μια ηρωίδα που αντί να σωθεί, διαλέγει να σωθεί μέσα από τη δική της αφήγηση. Είναι πολύ σημαντικό ότι η διασκευή του Κώστα Παπαπέτρου τιμά τη γλώσσα της συγγραφέως, χωρίς υπεκφυγές και περιττούς στολισμούς.
«Το Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας» δεν είναι απλώς μια παράσταση. Είναι μια επίσκεψη στο ανεξερεύνητο, σκοτεινό δωμάτιο του εαυτού μας: εκεί που κρύβουμε την ανάγκη για αγάπη, αποδοχή και εξιλέωση. Και φεύγοντας από το Θέατρο 104, ίσως κάτι μέσα σου να έχει ήδη αλλάξει — αθόρυβα, ουσιαστικά, βαθιά. Ο θεατής φεύγει με ένα ερώτημα στα χείλη: Πόσα μπορεί να χωρέσει το πρόσωπο μιας γυναίκας που οι άλλοι φώναζαν «πουτάνα», μα εκείνη ήξερε πως ήταν αφέντρα του εαυτού της; Ίσως εκεί να βρίσκεται το μεγαλείο της παράστασης — στη γυμνή αλήθεια της αποκαθήλωσης και της αποδοχής, στην ηδονή του βλέμματος που ξεσκεπάζει και απελευθερώνει τη ματιά από τα δεσμά των στερεοτύπων. Είναι ένα έργο για τη δύναμη της μνήμης, της αυτογνωσίας και της επιβίωσης και μέσα από τις ρωγμές της Ρόζας, αναγνωρίζουμε κάτι βαθύτερο: τη δύναμη να ζήσεις όπως επέλεξες, με τίμημα μεν, αλλά και με αξιοπρέπεια.
Καμία κριτική