Αν στο «Heaven Adventures» ο Ορφέας έθεσε το ερώτημα «Τι συμβαίνει όταν φεύγουμε απ’ αυτή τη ζωή; Πού πηγαίνουμε ‘μετά';» αν στο «No. 9» βρέθηκε βουτηγμένος μέσα στο ‘μετά’, ευγνωμονώντας τον αντίπαλο γιατί με την ύπαρξή του τον κρατάει σε εγρήγορση, στο «Al-Andalus» τα βάζει με τον ίδιο τον αντίπαλο. Μία παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, με μονομαχίες, ίντριγκες, περιπέτειες, έρωτες, φαντασία και χιούμορ στην Ισπανία των Μαυριτανών του 10ου αιώνα.
– Καλησπέρα Γιώργο. Το 2012 ξεκίνησες την συγγραφική σου πορεία με το πρώτο σου βιβλίο, το «Heaven Adventures», όπου άρχισες την ιστορία σου με τον κεντρικό ήρωα των βιβλίων σου, τον Ορφέα. Γιατί διάλεξες τον Ορφέα ως κεντρικό ήρωα;
– Καλησπέρα Ευδοξία. Ευχαριστώ κατ’ αρχήν το ThinkingPeople.gr αλλά και εσένα προσωπικά για τη φιλοξενία και την τιμή που μου κάνετε με αυτή τη συνέντευξη.
Γιατί Ορφέας λοιπόν… Όπως γράφω και στο σημείωμα που έχω στην αρχή του «Heaven Adventures», το μυθιστόρημα αυτό ξεκίνησε σε μορφή διαδικτυακών μηνυμάτων που έγραφε ο Ορφέας στον Μάρκο. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες συζητούσαν θέματα φιλοσοφικο-θρησκευτικά όντες μέλη ενός φόρουμ. Όταν αργότερα συνέλαβα την ιδέα να επεξεργαστώ τα μηνύματα αυτά ώστε όλα μαζί να αποτελέσουν το πρώτο μου μυθιστόρημα, ήταν φυσικό να κρατήσω τα ονόματα των δύο αυτών χαρακτήρων, αφού Ορφέας (Orfeus) είναι το μόνιμο διαδικτυακό nickname που χρησιμοποιώ, όλοι με ξέρουν με αυτό και αφού το «Heaven Adventures» ξεκίνησε εξ αιτίας μιας διαδικτυακής συζήτησης μεταξύ του Ορφέα (εμένα) και του Μάρκου.
– Το 2013 συνέχισες την ιστορία του Ορφέα με το βιβλίο σου «Νο.9». Γιατί «Νο.9»; Πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος και ποια είναι η σχέση αυτού του αριθμού με το δικό σου βιβλίο; Η υπόθεσή του ποια είναι;
– Ο τίτλος είναι κάθε φορά ένας πονοκέφαλος. Το «Heaven Adventures για παράδειγμα, άλλαξε πολλές φορές τίτλο μέχρι να φτάσει στο τελικό, αλλά το «No. 9» δεν θα μπορούσε με τίποτα να ονομαστεί διαφορετικά αφού ξεκίνησε με τη διάθεσή μου να «παίξω» με τον αριθμό 9 εξ αιτίας της περίεργης σχέσης που είχε ο John Lennon μαζί του. Αξίζει να σου πω ότι όταν το έγραφα είχα μπει τόσο πολύ μέσα στο «πετσί» του ήρωα και έψαχνα να βρω συνδυασμούς που να συσχετίζουν το 9 με εμένα. Αυτό δε, με ακολούθησε μέχρι και στις παρουσιάσεις που κάναμε μετά. Θυμάμαι ότι στην Πάτρα, συνάντησα έναν φίλο που είχα να τον δω 27 χρόνια και είπα μέσα μου 2 + 7 = 9. Αργότερα κάναμε παρουσίαση στην Αθήνα στις 5 Απριλίου και σκέφτηκα 5 + 4 = 9 και στον Βύρωνα στις 4 Μαΐου, οπότε σκέφτηκα 4 + 5 = 9. Διάφορα τέτοια.
Για την υπόθεσή του, θα μπορούσα να σου απαντήσω χιουμοριστικά με τις εξής …9 λέξεις: Είναι κάποιος που έχει πεθάνει αλλά δεν το ξέρει. Το «No. 9» αναφέρεται σ’ αυτό το «μετά» που πηγαίνουμε όταν φύγουμε από αυτή τη ζωή. Σ’ αυτό το «μετά» που δεν ξέρουμε τι είναι και πώς είναι αφού ποτέ δεν γύρισε κανείς για να μας πει. Ή μήπως γύρισε; Για τη σχέση που έχει ο τίτλος με το story, δεν μπορώ να σου πω πολλά πράγματα γιατί θα αναγκαστώ να αποκαλύψω το φινάλε. Υπάρχει μέσα στην ιστορία και αναφέρεται μερικές φορές σε ανύποπτο χρόνο έτσι σαν μια λέξη μέσα σε όλες τις άλλες, χωρίς να προμηνύει κάτι και χωρίς ο αναγνώστης να υποψιάζεται τίποτα. Όσο όμως η ιστορία πλησιάζει προς το φινάλε, η εμφάνισή του γίνεται όλο και πιο έντονη μέχρι που τελικά κορυφώνεται και δίνει τη λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ήρωας.
– Είπες μόλις, ότι γράφοντας το «No. 9» είχες μπει στο «πετσί» του ήρωα. Αυτό σου συμβαίνει κάθε φορά που γράφεις;
– Ε ναι. Κάθε φορά που ένας συγγραφέας γράφει, εναλλάσσεται σε τρεις ρόλους. Στον ρόλο του συγγραφέα, του αναγνώστη και του ήρωα. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει σε εμένα. Και οι τρεις αυτοί ρόλοι έχουν πολύ καλή σχέση όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με εμένα γιατί αυτά που γράφω ως συγγραφέας, είναι αυτά που με ενδιαφέρουν να διαβάζω ως αναγνώστης και άρα ως ήρωας «ζω» σε ένα γνώριμο περιβάλλον. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
– Στο τελευταίο σου βιβλίο, το «Al-Andalus», μεταφερόμαστε στην Ισπανία των Μαυριτανών του 10ου αιώνα. Τι σε γοήτευσε σε αυτή την περιοχή και εποχή και αποφάσισες να τοποθετήσεις την ιστορία σου εκεί; Σε τι περιπέτειες βρίσκεται ξανά ο Ορφέας στο τρίτο σου βιβλίο;
– Αγαπώ πολύ την Ανδαλουσία. Την έχω επισκεφθεί ολόκληρη δύο φορές και τις διαδρομές που κάνει ο Ορφέας εκεί, τις έχω στο τσεπάκι. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που διάλεξα τον 10ο αιώνα και τους Μαυριτανούς της Ισπανίας για να τοποθετήσω την ιστορία μου. Ο λόγος είναι ένας συνδυασμός που αποτελείται από δύο στοιχεία. Το ένα είναι ο όρκος της αιώνιας πίστης που έδωσε ο Ορφέας στην Ευρυδίκη και το άλλο είναι η προτίμηση που δείχνω στους τραγουδοποιούς. Καλοί είναι και οι συνθέτες που μελοποιούν ποιητές και στιχουργούς, προσφέρουν και συμβάλλουν στον πολιτισμό και αυτοί, αλλά εγώ είμαι με τους τραγουδοποιούς. Είμαι με αυτούς που γράφουν το στίχο, τη μουσική και μετά παίρνουν την κιθάρα τους και τραγουδάνε οι ίδιοι το δημιούργημά τους. Πώς λέμε Neil Young, Bob Dylan ή Αλκίνοος Ιωαννίδης; Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο; Θα σου εξηγήσω αμέσως. Η αιώνια πίστη στην Αγαπημένη, υμνήθηκε αρχικά από τους Τροβαδούρους που προήλθαν από μία Σουφική κίνηση στις αρχές του 8ου αιώνα στην Ανδαλουσία, την εποχή δηλαδή που οι Μαυριτανοί κατέλαβαν την Ισπανία. Οι Μαυριτανοί Τροβαδούροι λοιπόν, εξύμνησαν με τα τραγούδια τους τη Γυναίκα ως Θηλυκό που φέρνει στον κόσμο ζωή, και μέσα από τα τραγούδια τους ορκίζονταν αιώνια πίστη προς την Αγαπημένη. Άμα κοιτάξουμε την ετυμολογία της λέξης Troubador, θα δούμε ότι η ρίζα που είναι TRB, είναι αραβική, και είναι κοινή με τις λέξεις Γυναίκα – Θηλυκό. Η κατάληξη –ador είναι μεν ισπανική, αλλά η ρίζα είναι αραβική και οι λέξεις Τροβαδούρος, Γυναίκα και Θηλυκό, έχουν συγγενική σχέση στην αραβική γλώσσα. Λογικό λοιπόν είναι, ως τραγουδοποιός αλλά και ως Ορφέας πιστός αιώνια στην Αγαπημένη Ευρυδίκη, να τοποθετήσω την πλοκή στην Ανδαλουσία. Με γοήτευσε όλο αυτό.
Όσον αφορά στην εποχή, ψάχνοντας να βρω έναν δυνατό «κακό» για την ιστορία μου, έπεσα επάνω στον φοβερό και τρομερό Χαλίφη της Κόρδοβα, τον Αμπντ Αλ-Ραχμάν που ιστορικά, υπήρξε πάρα πολύ σπουδαίος. Έχω επισκεφτεί την Κόρδοβα και τον Γκουανταλκιβίρ, έχω επισκεφτεί τη Μεζκίτα και το παλάτι του, την Μαντινάτ Αλ-Ζάχρα, οπότε είπα: «Εδώ είμαστε Ορφέα μου».
Οι περιπέτειές του Ορφέα στην Ανδαλουσία, είναι ιπποτικές, αλλά και ρομαντικές. Ο στόχος είναι η επανάκτηση της λύρας του αλλά και της Ευρυδίκης –που την ξαναβρίσκει εκεί- από τον Χαλίφη. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε ένα χωροχρονικό ταξίδι γεμάτο ιππότες, μονομαχίες, έρωτες, δολοπλοκίες, αγάπες και μία rock συναυλία που κάνει ο Ορφέας για τον Χαλίφη, αλλά πίσω από όλα αυτά, ο αναγνώστης θα συναντήσει την αγάπη, θα συναντήσει τον θάνατο, αλλά θα συναντήσει και την εσωτερική εξέλιξη, δοσμένη σε συμβολισμό μέσα από την περιπέτεια του Οδυσσέα στο νησί του Κύκλωπα.
– Γενικά, το συνολικό σου λογοτεχνικό έργο, την τριλογία του Ορφέα δηλαδή, πως θα την χαρακτήριζες; Μπορείς να την εντάξεις σε κάποιο λογοτεχνικό είδος;
– Δεν ξέρω αν θα την εντάξω, αλλά εάν την εντάξω, δεν ξέρω πού να την εντάξω. Δεν ξέρω επίσης αν εντάσσεται κάπου, αλλά αν πράγματι εντάσσεται, δεν ξέρω εάν πρέπει να την εντάξω, γιατί δεν με ενδιαφέρει η ένταξή της. Αστειεύομαι φυσικά. Κοίταξε… Δεν είμαι ειδικός στο να βάζω ταμπέλες. Ας το κάνουν άλλοι αυτό. Αν δηλαδή πει κάποιος ότι το «Al-Andalus» είναι μυθιστόρημα φαντασίας, ένας άλλος πει ότι είναι ιστορικό, αλλά έρθει ακόμα ένας και πει ότι είναι ερωτικό, εμένα αυτό δεν με αφορά. Ας τα βρουν μεταξύ τους και μετά ας μου πουν και μένα, για να ξέρω τι έγραψα. Με ρώτησε μια φίλη μου τις προάλλες να της πω για ποιους γράφω και σε ποιους απευθύνομαι και της είπα ότι πρωτίστως, γράφω για να καλύψω το δικό μου κενό και τη δικιά μου ανάγκη. Γράφω για να γιατρέψω τη δικιά μου ψυχή. Από κει και πέρα, αν τύχει να ανακαλύψει και κάποιος άλλος τον εαυτό του μέσα στα κείμενά μου, τότε γράφω και γι αυτόν και καλώς να ορίσει. Γράφω για όσους βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στις ιστορίες μου. Γι αυτούς γράφω. Έχουμε βεβαίως δημιουργήσει και κάποιους κώδικες εμείς οι άνθρωποι για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Έχουμε συμφωνήσει δηλαδή ότι αυτό θα το λέμε τραπέζι, εκείνο θα το λέμε καρέκλα, το άλλο θα το λέμε βιβλίο και ούτω καθ’ εξής. Με βάση λοιπόν αυτούς τους κώδικες, και για να καταλαβαινόμαστε, αυτά που γράφω θα έλεγα ότι γενικά ανήκουν στην κατηγορία του φανταστικού.
Οι ιστορίες μου είναι φανταστικές, αλλά εδώ που τα λέμε, όλα φανταστικά δεν είναι; Τα παραμύθια δεν είναι φανταστικά; Τα αστυνομικά ή τα ερωτικά μυθιστορήματα δεν είναι -ως επί το πλείστον- φανταστικά; Ο τόπος της πλοκής, μπορεί να είναι φανταστικός, αλλά μπορεί να είναι και πραγματικός. Έτσι δεν είναι; Οι ιστορίες μου είναι λοιπόν φανταστικές, αλλά οι τόποι που αναφέρονται, μπορούν κάλλιστα να είναι πραγματικοί όπως είναι η Αθήνα, ο Βόλος ή η Ανδαλουσία ας πούμε. Το ίδιο και οι ήρωες. Είναι φανταστικοί, αλλά έλκουν την ύπαρξή τους από την πραγματικότητα.Τα βιβλία που έχω διαβάσει και που διαβάζω, οι ταινίες που έχω δει και βλέπω, έχουν φαντασία, μυστήριο, αγωνία, θρίλερ, χιούμορ, ιστορία, και είναι λογικό οι ιστορίες μου να περιέχουν τέτοιες ατμόσφαιρες που μου είναι οικείες και ενδιαφέρουσες. Και πρόσεξε: Δεν είναι παντρεμένα όλα αυτά μαζί, γιατί δεν πρόκειται για κανενός είδους γάμο, αλλά πρόκειται για τήξη. Έχω «ψηθεί» μέσα σε όλα αυτά και μαζί με όλα αυτά.
– Υπάρχουν κάποια μηνύματα που θέλεις να περάσεις στο κοινό σου μέσα από τις ιστορίες σου;
– Όταν θα φτάσω στο επίπεδο να γνωρίσω τον εαυτό μου και να τα έχω καλά μαζί του, τότε ίσως να μπορέσω να στείλω και κάποιο μήνυμα. Προς το παρόν μαθαίνω. Μαθητής είμαι.
– Ετοιμάζεις κάτι νέο αυτόν τον καιρό;
– Πάντοτε ετοιμάζω κάτι. Ακόμα και όταν δεν γράφω, δουλεύω στο μυαλό μου αυτό που πρόκειται να γράψω.
– Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό; Με τι ασχολείσαι;
– Είχα αρχίσει το «Ελληνικός Λαβύρινθος» του Μανουέλ Μονταλμπάν, ένα μυθιστόρημα με το χιούμορ που με «πιάνει», αλλά το άφησα γιατί μου έκαναν δώρο το βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου «Έχω Όλους τους Δίσκους τους». Ροκάρει έτσι όπως θέλω.
– Πες μας λίγα λόγια για σένα.
– Αυτό είναι το πρόβλημά μου, Ευδοξία. Όταν μου ζητάνε να μιλήσω για μένα, δυσκολεύομαι. Μία φίλη στιχουργός με περιέγραψε σε ένα της στιχούργημα ως μοναχικό. Θα έλεγα ότι έπεσε διάνα. Μοναχικός ναι, αλλά όχι μοναχός. Έχει διαφορά. Άλλωστε, η πέννα απαιτεί μοναχικότητα. Θα έλεγα λοιπόν πως είμαι ένας μοναχικός τύπος που συλλέγει εμπειρίες. Όλα είναι δρόμος!
– Ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου. Θα ήθελες να πεις κάτι τελευταίο στους αναγνώστες σου;
– Εγώ ευχαριστώ Ευδοξία για την ευκαιρία της όμορφης αυτής συζήτησης. Στους αναγνώστες μου εύχομαι Αγάπη και Φως.
Ο Γιώργος Μπιλικάς, γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Θαρσείν Χρει», με τους οποίους κυκλοφόρησε το 2004 σε συλλεκτικό βινύλλιο, υλικό ηχογραφημένο το 1974, το οποίο έμεινε απείραχτο από παρεμβάσεις της σύγχρονης τεχνολογίας. Από το 1992 ασχολείται με την παραγωγή και μουσική επιμέλεια ραδιοφωνικών εκπομπών, με την ηχοληψία και την πρωτότυπη μουσική επένδυση ντοκιμαντέρ και ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους. Αρθρογραφεί στη μόνιμη στήλη «Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο» που διατηρεί στο www.musicheaven.gr, και είναι μέλος της Συντακτικής του Ομάδας. Από το 2012 συνεργάζεται εκδοτικά με τις Συμπαντικές Διαδρομές, και έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Heaven Adventures», «No. 9» «Al-Andalus».
*Τα βιβλία του συγγραφέα Γιώργου Μπιλικά κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Γράφει η Ευδοξία Γραμμένου
Καμία κριτική