Συνέντευξη στην Αγγελική Μπάτσου

Το kallitexnes.gr είχε τη χαρά να συνομιλήσει με τη Γεωργία Πιερρουτσάκου, ένα νέο ταλέντο στον χώρο του θεάτρου. Βραβευμένη συγγραφέας από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για το έργο της «Και καλή τύχη», σκηνοθέτιδα και ερμηνεύτρια στο «Έλα να παίξουμε», ένας πολυτάλαντος άνθρωπος που έχει πάρα πολλά να μοιραστεί, σε μια συνέντευξη όπου μας άνοιξε την καρδιά της και μας μίλησε για όλα όσα αποτελούν τον δικό της κόσμο. Αξίζει να διαβάσει κανείς όλα όσα έχει να μας πει, γιατί πραγματικά είναι τόσο ξεχωριστά, όσο και η ίδια!

Το kallitexnes.gr έχει την τιμή να καλωσορίσει τη Γεωργία Πιερρουτσάκου, μια σπουδαία νέα δημιουργό που το ταλέντο της έχει αγγίξει τόσο την ηθοποιία και σκηνοθεσία, όσο και τη συγγραφή. Απόδειξη η βράβευσή της από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το 2018. Συγχαρητήρια, Γεωργία!

– Τί νιώθεις για την τόσο μεγάλη αυτή επιτυχία σου; Δεν είναι για σένα μια μεγάλη δικαίωση;

Γεωργία Πιερρουτσάκου: Ήταν οπωσδήποτε μια σημαντική στιγμή για μένα η βράβευση από την Ε.Σ.Ε και το Ι.Μ.Κ, για το θεατρικό μου έργο που φέρει τον τίτλο «Και καλή τύχη». Είναι μια αναγνώριση, μια επιβράβευση για όλη την σκληρή δουλειά, που με κάνει να νιώθω πως αξίζει πραγματικά να συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση.

– Πες μας για το υπέροχο θεατρικό «Έλα να παίξουμε». Πώς γεννήθηκε; Ποιά ήταν η έμπνευση και το έναυσμα για να γράψεις ένα τόσο πραγματικό, μα ταυτόχρονα τόσο ονειρικό και ασυνήθιστο έργο;

Γεωργία: Ο έρωτας είναι μία από τις μεγάλες θεματικές, που ανέκαθεν απασχολούσαν και απασχολούν τον άνθρωπο και κατ΄ επέκταση την τέχνη. Μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για οποιονδήποτε παραμυθά. Η αρχική σύλληψη του «Έλα να παίξουμε» βασίστηκε επάνω σε αυτήν ακριβώς την ιδέα, του αφηγητή, του ηθοποιού-παραμυθά που ενδύεται ρόλους για να μοιραστεί μια ιστορία. Οι κεντρικοί ήρωες του έργου, οι δυο αφηγητές-πλάσματα άχρονα και παραμυθένια-ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες που οι ίδιοι πλάθουν, περνώντας διαρκώς από την αφήγηση στη δράση, από το ονειρικό στο πραγματικό, το ρεαλιστικό. Όλο αυτό γίνεται μέσα στη συνθήκη μιας παρτίδας σκακιού, ενός παιχνιδιού δηλαδή που προσομοιάζει με αυτή καθαυτή τη συνθήκη του έρωτα.

– Ποιά είναι η υπόθεση του «Έλα να παίξουμε», το οποίο ανέβηκε αυτόν τον καιρό στο «Faust»; Ποιά στοιχεία του θεωρείς ότι το κάνουν τελικά τόσο μοναδικό;

Γεωργία: Το «Έλα να παίξουμε» δεν είναι μια ακόμη ερωτική ιστορία, αλλά μια ιστορία για τον έρωτα. Τον άλλοτε σαρωτικό και άλλοτε ζωογόνο που τόσους στίχους έχει εμπνεύσει, αλλά και που ποτέ δε θα είναι αρκετοί για να τον αποδώσουν ολοκληρωτικά. Αυτόν τον έρωτα που όλοι μας έχουμε γνωρίσει, όλοι έχουμε νιώσει το γλυκόπικρο φιλί του, όλοι έχουμε εικόνες και ιστορίες να αφηγηθούμε που τόσο πολύ μοιάζουν κι όμως την ίδια στιγμή είναι μοναδικά ξεχωριστές για τον καθένα. Αυτό θαρρώ είναι το στοιχείο που αγγίζει τους θεατές μας, σύμφωνα με όσα μοιράζονται μαζί μας. Η καθολικότητα του έρωτα και η μοναδικότητά του ταυτόχρονα. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους προσωπικές δικές τους αναμνήσεις, που ανασύρθηκαν με αφορμή την ιστορία Εκείνου κι Εκείνης, που μας αφηγούνται ο μαύρος βασιλιάς και η λευκή βασίλισσα πάνω στην παράξενη σκακιέρα τους. Αλλά κι αυτοί με τη σειρά τους έχουν τη δική τους ιστορία, το δικό τους παρελθόν. Μια ιστορία που μοιάζει αιώνια σαν μια αέναη παρτίδα, ώσπου στο τέλος χάνονται κι αυτοί μέσα στην αφήγησή τους και τους ήρωες που οι ίδιοι έπλασαν.

– Τελικά στο παιχνίδι του έρωτα, είναι όλα ένα παιχνίδι; Κυρίως… υπάρχουν κανόνες; Υπάρχουν νικητές και χαμένοι;

Γεωργία: Η λέξη «παιχνίδι» φέρει όλη την αθωότητα και την παιδικότητα με την οποία μπαίνουμε σε μια τέτοια συνθήκη, όπου προσπαθούμε να γνωρίσουμε, να αποκρυπτογραφήσουμε το αντικείμενο του πόθου μας και να το κατακτήσουμε. Το ερωτικό παιχνίδι βιώνεται μοναδικά για τον καθένα και κάθε ζευγάρι θέτει τους δικούς του κανόνες, θα ΄λεγα όμως πως στο τέλος δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος. Ή κερδίζουν ή χάνουν και οι δύο.

Το «Έλα να παίξουμε» δεν είναι μια ακόμη ερωτική ιστορία, αλλά μια ιστορία για τον έρωτα. Μια ιστορία που μοιάζει αιώνια σαν μια αέναη παρτίδα.

39

– Μίλησέ μας για τη συνεργασία σου με τον Στέφανο Παπατρέχα και τον Λάζαρο Βαρτάνη. Πώς προέκυψε η σκηνοθεσία ως μέρος του ταλέντου σου;

Γεωργία: Με τον Στέφανο γνωριζόμασταν πολύ λίγο όταν του πρότεινα το κείμενο κι εκείνος με τη σειρά του μου πρότεινε τον Λάζαρο, που μπήκε αμέσως στο παιχνίδι με μεγάλο ενθουσιασμό κι αυτός. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία, που έχει εξελιχθεί σε μια πολύ σημαντική σχέση και για τους τρεις μας τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Νιώθουμε πως συμπληρώνει ο ένας τον άλλο με έναν τρόπο και ήδη προετοιμάζουμε την επόμενη μας δουλειά.

Η σκηνοθεσία με είχε κερδίσει πολύ πριν το συνειδητοποιήσω. Θυμάμαι ότι μου το έλεγαν οι καθηγητές μου από τη σχολή ακόμη. Εκείνοι είχαν διακρίνει το ενδιαφέρον μου για το συνολικό όραμα, την ενορχήστρωση μιας δουλειάς.

– Θα ήθελες να μας πεις κάποια πράγματα για το δεύτερο θεατρικό σου «Και καλή τύχη»; Πώς προέκυψε και ποιά ήταν η υποδοχή που δέχτηκε; Πότε θα έχουμε τη χαρά να το δούμε επί σκηνής;

Γεωργία: Πρόκειται για μια ιστορία όπου το κωμικό και το τραγικό εναλλάσσονται άμεσα και χωρίς καμιά προειδοποίηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Θα έλεγα ότι μιλάει για την μοναξιά, για την σκοτεινιά της ανθρώπινης φύσης. Ως πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να ξεφύγει από τους δαίμονες του. Μέχρι το φόνο ίσως; Γιατί και για τι θα σκότωνε κανείς; Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή; Το γεγονός ότι διακρίθηκε από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης πριν λίγο καιρό, δείχνει ότι ξεκινάει την διαδρομή του με τους καλύτερους οιωνούς και θα το δούμε επί σκηνής την ερχόμενη χρονιά σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπανικολάου.

– Κατά τη γνώμη σου, τί ξεχωρίζει και τί ενώνει τις ιδιότητες της συγγραφέως και της ηθοποιού; Πού διασταυρώνονται αυτοί οι δύο ρόλοι και πού χωρίζουν;

Γεωργία: Συγγραφέας και ηθοποιός λένε μια ιστορία, ακολουθώντας μια εντελώς διαφορετική διαδρομή. Ο συγγραφέας είναι ο δημιουργός, ο ποιητής της εκάστοτε ιστορίας. Είναι εκείνος που αναλαμβάνει να δώσει σχήμα σε μια ιδέα, την αρχική του  σύλληψη. Χρησιμοποιώντας λέξεις, φτιάχνει εικόνες για να αφηγηθεί μικρά στιγμιότυπα που φωτίζουν τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης. Ο ηθοποιός είναι κι αυτός με τη σειρά του ένας παραμυθάς, που έρχεται να δώσει ήχο, σάρκα και οστά στις εικόνες που κατασκεύασε ο εκάστοτε συγγραφέας. Τα εργαλεία του ηθοποιού είναι το σώμα και η φωνή του, η σκέψη και η ενέργειά του και αποστολή του να μοιραστεί μια ιστορία με τους θεατές. Η συγγραφική διαδρομή είναι οπωσδήποτε μοναχική, εσωστρεφής, σε αντίθεση με αυτή του ηθοποιού που στηρίζεται στην ομαδικότητα και φυσικά εξαρτάται απόλυτα από το κοινό, τον τελικό αποδέκτη. Οι δυο τους όμως προϋποθέτουν ένα εσωτερικό ταξίδι.

– Μίλησέ μας για τις σπουδές σου τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γαλλία, το Παρίσι. Οι δύο αυτές πόλεις είναι μαγικές. Ποιά η μαγεία της Αθήνας και ποιά του Παρισιού;

Γεωργία: Ξεκίνησα τις σπουδές μου στο θέατρο στο Παρίσι. Στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στη σχολή θεάτρου με κατεύθυνση υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Έπειτα συνέχισα στην Αθήνα, όπου μετά την δραματική σχολή έκανα ένα χρόνο μεταπτυχιακό υποκριτικής και σκηνοθεσίας με τον Στάθη Λιβαθινό. Τέλος, είμαι απόφοιτος του Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου.

Αθήνα και Παρίσι. Υπέροχες πόλεις και οι δύο, όμορφες, γραφικές, αρχιτεκτονικά και ιστορικά πλούσιες κι ενδιαφέρουσες, γεμάτες απίστευτες γωνιές για να ανακαλύψει κανείς. Λατρεύω την μοναδικά ξεχωριστή ατμόσφαιρα του Παρισιού και το απίθανα ζεστό φως που λούζει την Αθήνα.

Θέλω να νιώθω καλά με τις επιλογές μου, γιατί το μόνο πράγμα που μπορούμε να ελέγξουμε είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε και πράττουμε εμείς οι ίδιοι.

image4

– Τί είναι για σένα η τέχνη ως αντίβαρο της δύσκολης εποχής που ζούμε; Τί μπορεί να αλλάξει και να βελτιώσει;

Γεωργία: Η τέχνη είναι παρηγοριά για την ψυχή και το πνεύμα. Είναι μια βαθιά ανάγκη του ανθρώπου κάθε εποχής, είτε να εκφραστεί μέσω αυτής, είτε να πάρει ερεθίσματα από τα έργα τέχνης. Είναι μέσο παιδείας και καλλιέργειας και μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης της κοινωνίας, να προβληματίσει, να θέσει ερωτήματα.

– Κάνε ένα νοητό ταξίδι πίσω στο χρόνο και πες μας πώς ξεκίνησε η επαφή σου με τον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Σε ποιά στιγμή της ζωής σου συνειδητοποίησες ότι είσαι γεννημένη να υπηρετείς αυτή την τέχνη;

Γεωργία: Από τότε που με θυμάμαι, ήξερα πως ο δρόμος του θεάτρου είναι αυτός που θα ακολουθήσω στη ζωή μου. Στις αρχές του δημοτικού πήγα σε θεατρικό εργαστήρι, όπου ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτόν τον παραμυθένιο κόσμο όπου όλα είναι δυνατά και τα πάντα μπορούν να συμβούν. Έχω ακόμη πολύ έντονες εικόνες και αναμνήσεις από εκεί, παιχνίδια, αυτοσχεδιασμούς… Αν κλείσω τα μάτια, μπορώ να επαναφέρω την πρώτη άσκηση χαλάρωσης που έκανα ποτέ και ήταν εκεί.

– Ποιοί άνθρωποι του θεάτρου σε βοήθησαν στα πρώτα σου βήματα; Θυμάσαι τις πρώτες σου συνεργασίες;

Γεωργία: Φυσικά. Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, που ήταν δάσκαλός μου στην δραματική. Μια πολύ αγαπημένη δουλειά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, «Η χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Charles Dickens, μαζί με άλλους τέσσερις συμμαθητές κι ενώ φοιτούσαμε ακόμη στη σχολή. Θα μου μείνει αξέχαστη για πολλούς λόγους. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον μπαμπά μου, γιατί τον είχαμε μόλις χάσει και η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει.

– Ποιές είναι οι ελπίδες σου για το αύριο; Τί θα συμβούλευες τα νεότερα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο χώρο του θεάτρου;

Γεωργία: Να νιώθω καλά με τις επιλογές μου, γιατί το μόνο πράγμα που μπορούμε να ελέγξουμε είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε και πράττουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό μου δίνει δύναμη προσωπικά και είναι η συμβουλή μου για όποιον θα μπορούσε να την βρει χρήσιμη.

– Ας τελειώσουμε με μια ευχή. Ευχήσου μας για οτιδήποτε θες… οτιδήποτε περνά από τη σκέψη σου.

Γεωργία: Να είμαστε καλά!
23

Αγγελική Μπάτσου

Αγγελική Μπάτσου

Γεννήθηκα πριν αρκετά καλοκαίρια (κι άλλους τόσους χειμώνες)στην Αθήνα. Είχα την τιμή να μεγαλώσω στους Αγ.Αναργύρους,όπου έζησα τα ομορφότερα παιδικάχρόνια σε μια τεράστια αυλή,παρέα με τα γατιά μου και δυο ζευγάρια παππούδες και γιαγιάδες που πάντα θα υπεραγαπώ.Έπειτα ήρθε η Γαλλική Φιλολογία,επιπλέον σπουδές σε γλώσσα και μετάφραση και η οικογένεια. Δεν σταμάτησα όμως ποτέ να είμαι παιδί της ποίησης,της λογοτεχνίας,της ζωγραφικής και της μουσικής και το όνειρό μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,ήταν να ταξιδέψω σ’όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στο Θιβέτ!
Σ’όλο τον κόσμο τελικά δεν μπόρεσα να πάω...κατόρθωσα όμως να φανταστώ και να χαράξω τα ίχνη αυτού μέσα από ταμονοπάτια της ποίησης,της λογοτεχνίας και της φαντασίας. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,αγαπημένος ποιητής ο Ουϊλιαμ Μπλέϊκ,ο Μπωντλαίρ και ο Απολιναίρ, αγαπημένος ζωγράφος ο Βαν Γκογκ και ο Γκουστάβ Κλιμπ.
Αγγελική Μπάτσου