– Πώς προέκυψε αρχικά η γνωριμία και έπειτα η συνεργασία αυτή;
Ανδρονίκη: Με τον Γιώργο και τη Μαίρη είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν και βρεθήκαμε πάλι τώρα. Η Μαίρη είχε την ιδέα, είχε κάνει έρευνα πάνω στη ζωή των αδελφών Papin και μου πρότεινε να γράψω το κείμενο και να το σκηνοθετήσω.
Μαίρη: Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε πριν πολλά χρόνια σ΄ένα σεμινάριο υποκριτικής. Την Ανδρονίκη την πρωτοείδα σε παράσταση το 2013 και μιλήσαμε μετά, όταν πήγα να της δώσω «συγχαρητήρια». Ξανασυνάντησα και τους δυο το 2015, όταν δούλεψα ως βοηθός σκηνοθέτη της Βίκυς Μαστρογιάννη στην παράσταση «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει», που παίχτηκε στο θέατρο Cartel. Λίγους μήνες μετά, η συνεργασία μου και με τους δυο συνεχίστηκε στην παράσταση «Τρεις αδελφές» (η Ανδρονίκη έπαιζε και σκηνοθετούσε, ο Γιώργος απλά έπαιζε), στην οποία επίσης ήμουν βοηθός σκηνοθέτη και παίχτηκε στο θέατρο «Από Μηχανής». Σταδιακά λοιπόν, χτίστηκε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης κι εμπιστοσύνης. Όταν διάβασα για την ιστορία των αδελφών Papin, η Ανδρονίκη ήταν το πρώτο άτομο που σκέφτηκα. Της τηλεφώνησα και… ξεκινήσαμε πρόβες.
Γιώργος: Με την Ανδρονίκη έχουμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν, τόσο σε δουλειές που έχει σκηνοθετήσει εκείνη, όσο και σε δουλειές που έτυχε να συνυπάρχουμε. Πάντα με χαμόγελο, με σεβασμό και πολύ καλή συνεννόηση. Την Μαίρη την γνωρίζω από πιο παλιά, σε εποχές συνύπαρξης στη δραματική σχολή, όπου και αναπτύξαμε ισχυρούς δεσμούς. Τα ανωτέρω πιστεύω ήταν σημαντικά, έτσι ώστε να προκύψει αυτή η νέα «συνάντηση».
– Οι αδελφές Papin, σαφέστατα ενέπνευσαν το έργο του Ζαν Ζενέ «Οι δούλες» αφενός, αποτελώντας όμως ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στις 2 Φεβρουαρίου του 1933. Ανδρονίκη, ποιά είναι η επιρροή των δύο παραπάνω γεγονότων στο δικό σου έργο; Ποιό από τα δύο σ΄ επηρέασε πιο πολύ; Το θεατρικό έργο του Ζενέ ή η ιστορική πραγματικότητα;
Ανδρονίκη: Τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ τις έχω διαβάσει στο παρελθόν, αρκετά χρόνια πριν. Για τις αδελφές Papin, ασχολήθηκα μόνο με την πραγματική τους ιστορία. Πήρα στοιχεία από τη ζωή τους, τις ομολογίες τους, μέσα από άρθρα, κοινωνιολογικές και ψυχιατρικές μελέτες, είδα ντοκιμαντέρ και δημιούργησα ένα θεατρικό έργο. Δεν άγγιξα τις «Δούλες» ούτε για μια στιγμή. Απέφυγα να τις ξαναδιαβάσω. Μας ενδιέφερε η ιστορία των δύο γυναικών. Δεν πρόκειται λοιπόν, για μια παράσταση που έχει επηρεαστεί από το εξαιρετικό έργο του Ζαν Ζενέ.
– Ανδρονίκη, πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετείς ένα κείμενο που έχεις γράψει εσύ η ίδια;
Ανδρονίκη: Είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί γράφω και σκηνοθετώ ταυτόχρονα.
-Μαίρη, σε είδαμε ως βοηθό σκηνοθέτη στην παράσταση «Βέντλα, το ξύπνημα της άνοιξης». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και ποιές είναι οι εντυπώσεις σου από την όλη εμπειρία;
Μαίρη: Kαταρχάς, να πω ότι το «Ξύπνημα της άνοιξης» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ήταν μια παράσταση που ήθελα να δω πέρυσι, αλλά δεν πρόλαβα. Επειδή με γοητεύει ο κινηματογράφος (παρακολουθώ συνέχεια ταινίες), καθώς κι η ένταξη κινηματογραφικών μεθόδων σε θεατρικές παραστάσεις, δήλωσα τον Μάιο συμμετοχή στο εργαστήριο που διοργάνωνε η ομάδα Nail. Η ομάδα αυτή αποτελείται από τον σκηνοθέτη Αντώνη Morgan Κωνσταντουδάκη και την ηθοποιό Λίνα Φούντογλου. Από το εργαστήριο αυτό προέκυψε μια υπέροχη συνεργασία κι ένα εξαιρετικό διαφημιστικό spot για την Unesco Πειραιώς και Νήσων. Έπειτα απ’ αυτό, επιθυμούσα να ξανασυνεργαστώ με τα παιδιά. Έτσι, όταν ο Αντώνης μου πρότεινε να είμαι βοηθός του στο δεύτερο ανέβασμα της παράστασης (στο πρώτο ήταν η Υρώ Μακρή), δεν είχα κανέναν ενδοιασμό στο να δεχτώ. Εντάχθηκα σε μια καλοδουλεμένη παράσταση με άψογους συνεργάτες.
Όταν δουλεύω σαν βοηθός, πάντα εξετάζω δυο παραμέτρους: 1. Το θεατρικό έργο (κατά πόσο με αφορά προσωπικά) 2. Τους υπόλοιπους συντελεστές (κατά πόσο μπορώ να «επικοινωνήσω» μαζί τους και εάν η αισθητική τους πλησιάζει την δική μου αισθητική). Μόνο θετικές εντυπώσεις αποκόμισα από αυτή την εμπειρία.
Το θέατρο σε φέρνει αντιμέτωπο με τα συναισθήματα σου, με τις κρυφές σου σκέψεις. Είναι σπουδαίο να παρακολουθεί κανείς παραστάσεις. Ακόμα και μια κακή παράσταση, μπορεί να σου δώσει πράγματα που δεν έχεις φανταστεί.
-Αναλύστε μας τους χαρακτήρες του έργου τόσο εσύ Ανδρονίκη, όσο κι εσείς, Μαίρη και Γιώργο.
Ανδρονίκη: Η Λέα Παπέν την οποία υποδύομαι, είναι ένα φαινομενικά ευαίσθητο πλάσμα, αποπροσανατολισμένο και μπερδεμένο αρκετά. Μέχρι τα 12 της χρόνια μεγάλωσε με τη θεία της και μια μέρα εντελώς ξαφνικά, η μητέρα της την πήρε πίσω και την υποχρέωσε να δουλεύει σαν οικιακή βοηθός, εσώκλειστη με την αδελφή της, την Κριστίν. Η Λέα, ένα πλάσμα άβουλο και φοβισμένο, ακολουθούσε και άκουγε πιστά την μεγάλη της αδελφή, η οποία ήταν ένας ιδιαίτερα δυναμικός χαρακτήρας. Οι δύο γυναίκες δείχνουν να μην έχουν συναισθήματα και καμία συναίσθηση των όσων κάνουν. Παρόλα αυτά, η Λέα δεν έχει τα σκοτάδια της Κριστίν.
Ο ανακριτής-αστυνομικός είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος καλείται να κάνει τη δουλειά του τυπικά χωρίς πάντα να καταφέρνει να κρατάει τις αποστάσεις του, μιας και τα όσα ακούει από τις ομολογίες τον σοκάρουν και προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα τις γυναίκες αυτές. Είναι ας πούμε, ένας καλός άνθρωπος.
Μαίρη: Η Κριστίν Παπέν μοιάζει με πάγο, που από κάτω κρύβεται φωτιά. Είναι τακτική, τελειομανής, άριστη στην εργασία της και μοιάζει να στερείται συναισθημάτων. Μοιάζει απρόσιτη και δυνατή, όμως αποδεικνύεται ότι είναι εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι στην αδελφή της Λέα, με την οποία αναπτύσσουν μια αρρωστημένη κι εξαρτητική σχέση. Θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας της με γοητεύει παρά πολύ, εμπεριέχει μυστήριο και κινείται συνεχώς στα άκρα. Την καταδιώκει το παρελθόν της οικογένειας της και ο μοναδικός άνθρωπος που δίνει νόημα στην ζωή της, είναι η μικρότερη αδελφή της, είναι το «οξυγόνο» της. Αυτό (εκτός από την παθολογία) είναι -κατά την γνώμη μου-άκρατος ρομαντισμός…
Γιώργος: Η Κριστίν φαινομενικά κινεί τα νήματα. Είναι δυναμική και ξεκάθαρη στα «θέλω» της. Ο γύρω κόσμος αποτελεί απειλή, τουλάχιστον στο μυαλό της. Αγαπάει και προστατεύει την αδελφή της. Η Λέα είναι πιο συνειδητοποιημένη, όσον αφορά τη θέση της στη συγκεκριμένη κοινωνία και τελικά είναι αυτή που αποζητά τη ζωή. Οι δυο κοπέλες έχουν μεγαλώσει σε άσχημες συνθήκες. Ο ανακριτής θέλει να μάθει την αλήθεια μεν (που μπορεί και να την υποπτεύεται κιόλας, μέχρι ενός σημείου), αλλά στέκεται και στον ανθρώπινο παράγοντα που έχει οδηγήσει τα μυαλά δυο κοριτσιών σε ένα πρωτοφανές έγκλημα.
-Ποιοί άλλοι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν μαζί σου, ώστε να δημιουργηθεί όλο αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο;
Ανδρονίκη: Πολλοί μόνιμοι πλέον συνεργάτες και φίλοι εργάστηκαν για να βγει η παράσταση αυτή. Η Σίσσυ Βλαχογιάννη που έχει γράψει τη μουσική μας, ο Βασίλης Κλωτσοτήρας έχει σχεδιάσει τα υπέροχα φώτα της παράστασης, οι ηθοποιοί Μάνος Παπαδάς, Βαγγέλης Παπαδάκης και Ελεάννα Παναγουλέα, που ακούγονται μέσα από ηχογραφημένα κείμενα σε ένα μεγάλο μέρος της παράστασης, ο Νίκος Μαρμαροτούρης που μας έκανε τα σκηνικά, η Ναταλία Β., η φωτογράφος μας και φυσικά η κα. Μαργαρίτα Δαλαμάγκα, που έδειξε εμπιστοσύνη και μας φιλοξενεί στο «Αγγέλων Βήμα».
-Οι αδελφές Παπέν θεωρήθηκαν από πολλούς ως ένα σύμβολο της ταξικής πάλης. Για κάποιους ψυχολόγους θεωρήθηκαν ως κλασικό δείγμα ψυχασθένειας. Ποιά πιστεύετε (και σύμφωνα με όσα φανερώνονται στην παράσταση) ότι ήταν η πραγματική σχέση μεταξύ τους; Κατά πόσο ήταν υγιής; Πότε πιστεύετε ότι ο άνθρωπος περνά τη νοητή γραμμή που τον μεταμορφώνει από άνθρωπο σε τέρας, από έναν φαινομενικά νορμάλ χαρακτήρα σε δολοφόνο;
Ανδρονίκη: Είναι αλήθεια πως οι δυο αδελφές θεωρήθηκαν σύμβολο ταξικής πάλης. Ο καθένας από την πλευρά του βλέπει ό,τι θέλει να δει. Δεν θεωρώ πως έκαναν ένα τόσο άγριο έγκλημα, λόγω της θέσης τους. Δεν ήταν μια επαναστατική πράξη. Δεν ξεσηκώθηκαν εναντίον των αφεντικών τους, δεν είχαν σχεδιάσει τα εγκλήματα για να τους τιμωρήσουν. Προέκυψε, απλά συνέβη, όπως είπαν και εκείνες στις ομολογίες τους.
Προφανώς το πώς μεγαλώνουμε, πώς ζούμε, οι συνθήκες, η καθημερινότητα μας καθορίζει. Αν αυτές οι γυναίκες δεν ήταν υπηρέτριες, αν είχαν μεγαλώσει με αγάπη, αν ήταν κόρες μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, αν δεν θα είχαν φτάσει στο σημείο να κατακρεουργήσουν δυο άλλες γυναίκες… υπάρχουν πολλά «αν» και μάλλον δεν θα είχαν αναπτύξει σχέση μεταξύ τους.
Η απομόνωση, η μοναξιά, η ανασφάλεια, ο φόβος, οι δυσκολίες, το δύσκολο παρελθόν έφερε τις δυο αδελφές κοντά, σε σημείο να εξαρτώνται η μια από την άλλη και τέλος ανέπτυξαν μια αιμομικτική σχέση. Άρα τη νοητή γραμμή, την είχαν περάσει νωρίτερα οι δυο γυναίκες. Έπειτα έκαναν και δυο φόνους. Τους λόγους, η αλήθεια είναι ότι τους ήξεραν μόνο αυτές οι δυο. Όλοι οι υπόλοιποι, τόσα χρόνια μετά, απλά προσπαθούμε να καταλάβουμε, να ενώσουμε κάποια κομμάτια και να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας.
Δεν ξέρω τι κάνει έναν άνθρωπο να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου ή ζώου. Μου είναι αδιανόητο. Έχει έναν παραλογισμό. Κάτι που δεν μπορώ να κατανοήσω. Μελετώντας ιστορίες ανθρώπων που το έκαναν, διαβάζοντας τις ομολογίες τους, αντιλαμβάνεται κανείς πως μια μικρή, μικρούλα στιγμή, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αρκεί για να περάσει κανείς σε ένα ομιχλώδες τοπίο, όπου όλα μπορούν να συμβούν χωρίς κανένα συναίσθημα.
Μαίρη: Κατά την άποψή μου, η ταξική πάλη είναι ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας. Υπήρχαν απίστευτα σκληρές συνθήκες εργασίας, αλλά αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό για να οδηγήσει κάποιον στο έγκλημα. Η ψυχασθένεια είναι μια πιο βατή εξήγηση στη δική μου προσέγγιση. Θεωρώ ότι το γεγονός που ώθησε τις δυο γυναίκες στους φόνους, ήταν η έλλειψη αγάπης στα παιδικά τους χρόνια κι η προσπάθεια αναπλήρωσης αυτού του κενού μέσα από την ακραία βία. Η πραγματική σχέση μεταξύ των δύο αδελφών, σαφώς κι ήταν αρρωστημένη: Αιμομικτική, εξαρτητική. Μέσα σε μια τέτοια σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, οι ρόλοι δεν είναι πάντα εύκολα διακριτοί.
Ποια από τις δυο αδελφές είναι η πιο ισχυρή (αυτή που επιβιώνει), αποδεικνύεται από την εξέλιξη της ιστορίας. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε εν δυνάμει δαίμονες ή άγγελοι, αναλόγως τις συνθήκες και είμαστε εμείς τελικά εκείνοι που επιλέγουμε το φως ή το σκοτάδι μας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας διαπράχθηκαν από «φιλήσυχα» ή «υπεράνω πάσης υποψίας» άτομα. Τα όρια του καθένα ξεπερνιούνται όταν χάσει κάτι ή κάποιον που αγαπά πολύ, όταν πάψει να έχει αξιοπρέπεια, όταν διαταραχθεί η ισορροπία του κι οι «σταθερές» που τον κρατάνε στη γη. Σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις, όλοι γινόμαστε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «δολοφόνοι».
Γιώργος: Η σχέση μεταξύ των δύο κοριτσιών ήταν σχέση ανάγκης και μάλλον ζωής. Οτιδήποτε τρίτο, αποτελούσε τουλάχιστον απειλή. Υπολογίζοντας τον τρόπο που βίωσαν τα γεγονότα στην οικογένεια τους σε τρυφερή ηλικία και οι δυο, η σχέση ήταν-αν μη τι άλλο-μια ανάγκη. Τη νοητή γραμμή, ένας άνθρωπος μπορεί να την περάσει από τη στιγμή που θα υπάρξει ρήξη σε κάποιο από τα θεμελιώδη στεγανά που πιστεύει πως ισορροπούν την ζωή του.
-Ανδρονίκη, το συγκεκριμένο έργο δεν είναι η πρώτη σου σκηνοθετική απόπειρα. Θα ήθελες να μας αναφέρεις τί έχεις αναλάβει ως σκηνοθεσία πριν τις «Αδελφές Papin»;
Ανδρονίκη: Σκηνοθέτησα πρώτη φορά με την Ελίζα Πιτσικώνη τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ στο «Από Μηχανής Θέατρο», έπειτα μετέφρασα και σκηνοθέτησα το έργο «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, που ανέβηκε για 2 χρόνια επίσης στο «Από Μηχανής θέατρο».
Έμπνευση είναι να μπορείς να δημιουργείς κάτι, που στο τέλος της ημέρας θα μπορέσει να σου αφήσει μια γλυκιά γεύση στο μυαλό.
-Τί νιώθετε για το θέατρο ως μορφή τέχνης και ειδικότερα τη σημερινή εποχή, στην ελληνική πραγματικότητα;
Ανδρονίκη: Το θέατρο σε φέρνει αντιμέτωπο με τα συναισθήματα σου, με τις κρυφές σου σκέψεις. Είναι σπουδαίο να παρακολουθεί κανείς παραστάσεις. Ακόμα και μια κακή παράσταση, μπορεί να σου δώσει πράγματα που δεν έχεις φανταστεί.
Μαίρη: Το θέατρο-κατά την γνώμη μου-ήταν, είναι και θα είναι μια τεράστια παρηγοριά, ένα μεγάλο δώρο το οποίο «άγει την ψυχή» του ανθρώπου, προσφέροντας πολιτισμό και διαφυγή από την ζοφερή πραγματικότητα. Στην Ελλάδα του 2018, θεωρώ ότι η ανάγκη μας για θέατρο είναι πιο έντονη από ποτέ.
Γιώργος: Μια ένεση ελπίδας και «φυγής» από τις γκρίζες σκέψεις και την αλλόκοτη πραγματικότητα. Μια στιγμιαία μεταφορά σε διαφορετικό χρονοχώρο, που προκαλεί νοσταλγία ακόμη και για καταστάσεις που μπορεί να μην έχεις βιώσει ποτέ. Κρατάει λίγο, όπως όλα τα ωραία.
-Ως καλλιτέχνες, τί σας εμπνέει περισσότερο; Να δημιουργήσετε κάτι ως σκηνοθέτες και σκηνοθετική ιδέα ή ως καθαρά απόδοση ρόλου στη σκηνή;
Μαίρη: Έχοντας δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη σε αρκετές παραστάσεις, έχω μπει στην διαδικασία να «φλερτάρω» με την ιδέα της σκηνοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη την δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Από την άλλη πλευρά, η απόδοση του εκάστοτε ρόλου στη σκηνή είναι ένα μαγικό ταξίδι, το οποίο μου προσφέρει τεράστιο κίνητρο αυτοβελτίωσης. Δεν θα ήθελα να επιλέξω, με γοητεύουν εξίσου κι οι δυο εκφάνσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Γιώργος: Είναι εξίσου σημαντικά και τα δυο. Έμπνευση είναι να μπορείς να δημιουργείς κάτι, που στο τέλος της ημέρας θα μπορέσει να σου αφήσει μια γλυκιά γεύση στο μυαλό. Είτε το κάνεις στη σκηνή εσύ, είτε βοηθώντας άλλους να το κάνουν.
-Ποιοί άνθρωποι στάθηκαν σταθμός στη ζωή σας και επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία σας ως καλλιτέχνες;
Ανδρονίκη: Η οικογένεια μου, που με έκανε να νιώθω ελεύθερη, να τολμάω και να στέκομαι δυνατή. Έπειτα βρέθηκαν πολλοί άνθρωποι, δάσκαλοι που απ’ όλους πήρα πράγματα.
Μαίρη: Ο δάσκαλος μου, Άκης Δαβής, ήταν ο σημαντικότερος θεατράνθρωπος που γνώρισα στην ζωή μου και κουβαλώ τα όσα έμαθα από εκείνον σαν μια τεράστια κληρονομιά. Η οικογένεια μου κι οι κοντινοί μου άνθρωποι με επηρέασαν σαφώς στο να μην εγκαταλείπω τους στόχους μου. Ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου (δεν θα ήθελα ν’ αναφέρω ονόματα) τους οποίους θαυμάζω και παρακολουθώ την δουλειά τους, αποτελούν έμπνευση για μένα. Τέλος, όσοι άνθρωποι αποτέλεσαν «τροχοπέδη» στην πορεία μου μ΄ενέπνευσαν-κατά κάποιον τρόπο-ενεργοποιώντας μέσα μου μια κρυμμένη δύναμη, την οποία δεν γνώριζα ότι διέθετα.
Γιώργος: Επηρεάστηκα και εξελίχθηκα από τον κάθε άνθρωπο από τον οποίο διδάχτηκα, με τον οποίο μίλησα, συνεργάστηκα και βρέθηκα μαζί του πάνω στη σκηνή. Χρωστάω όμως πολλά στον Βασίλη Διαμαντόπουλο, που με ένα του βλέμμα με απέτρεψε να τα παρατήσω την πρώτη χρονιά στη σχολή και στον Ευδόκιμο Τσολακίδη, που μου έδειξε πως ο κόσμος της υποκριτικής έχει πάρα πολλές πόρτες εισόδου.
Το θέατρο είναι μια ένεση ελπίδας και «φυγής» από τις γκρίζες σκέψεις και την αλλόκοτη πραγματικότητα. Μια στιγμιαία μεταφορά σε διαφορετικό χρονοχώρο, που προκαλεί νοσταλγία ακόμη και για καταστάσεις που μπορεί να μην έχεις βιώσει ποτέ.
-Τί θα συμβουλεύατε ένα νέο καλλιτέχνη, που κάνει τα πρώτα του βήματα στον καλλιτεχνικό χώρο;
Ανδρονίκη: Να έχει υπομονή και να είναι ταπεινός. Να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του και μην πιστέψει ποτέ πως είναι το κέντρο του κόσμου. Γιατί δεν είναι!
Μαίρη: Η αρχική μου συμβουλή θα ήταν να υπομένει και να επιμένει, να μην πτοείται από τα εκάστοτε εμπόδια που θα παρουσιαστούν αργά ή γρήγορα. Να μελέτα συνεχώς, να παρακολουθεί θέατρο, ταινίες, να εξελίσσεται πρώτα ως άτομο και στη συνέχεια ως καλλιτέχνης.
Γιώργος: Να ανοίξει τους ορίζοντες του μυαλού του/της και να γίνει καλύτερος άνθρωπος, διορθώνοντας όλα τα «λάθη» που κουβαλάει μέσα του/της. Με ταυτόχρονη τριβή και εξάσκηση πάνω στο αντικείμενο, θα γίνει ένας υπέροχος/η ηθοποιός.
-Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια για τους μήνες που ακολουθούν;
Ανδρονίκη: Αυτή τη στιγμή κάνω πρόβες για το εξαιρετικό έργο του Βασίλη Ζιώγα «Το προξενιό της Αντιγόνης», που θα ανέβει από Φεβρουάριο στο «Αγγέλων Βήμα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Τζιώκα.
Μαίρη: Αποφεύγω να κάνω σχέδια για το μέλλον, για να μην απογοητευτώ από τυχόν μη πραγματοποίηση τους. Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν ονειρεύομαι…
Γιώργος: Να υπάρχει υγεία παντού γύρω μου και να μπορώ να ονειρεύομαι ανενόχλητος το επόμενο θεατρικό, όπου θα συμμετέχω ή θα δημιουργήσω.
-Κλείνοντας τη συνέντευξη αυτή… μια ευχή για το τέλος!
Ανδρονίκη: Εύχομαι υγεία. Αυτό. Όλα τα άλλα έρχονται!
Μαίρη: Εύχομαι υγεία για όλους (σωματική και ψυχική), δημιουργικότητα κι οτιδήποτε σηματοδοτεί η λέξη «ευτυχία» για τον καθένα μας.
Γιώργος: Να γεμίζουν τα θέατρα από ανθρώπους και να μην φτάνουν τα καθίσματα. Ταυτόχρονα τα έργα να είναι τόσο καλά, που οι άνθρωποι να κοιτούν με βλέμματα γεμάτα ζωντάνια και προσμονή. Α… και οι «Αδελφές Papin» να συγκινήσουν όλα τα βλέμματα.
Ένας νέος καλλιτέχνης πρέπει να έχει υπομονή και να είναι ταπεινός. Να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του και μην πιστέψει ποτέ πως είναι το κέντρο του κόσμου. Γιατί δεν είναι!
Συνέντευξη: Αγγελική Μπάτσου
Απομαγνητοφώνηση: Αγγελική Μπάτσου
Επιμέλεια: Μαρία Αγγέλου
Αγγελική Μπάτσου
Σ’όλο τον κόσμο τελικά δεν μπόρεσα να πάω...κατόρθωσα όμως να φανταστώ και να χαράξω τα ίχνη αυτού μέσα από ταμονοπάτια της ποίησης,της λογοτεχνίας και της φαντασίας. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,αγαπημένος ποιητής ο Ουϊλιαμ Μπλέϊκ,ο Μπωντλαίρ και ο Απολιναίρ, αγαπημένος ζωγράφος ο Βαν Γκογκ και ο Γκουστάβ Κλιμπ.
Latest posts by Αγγελική Μπάτσου (see all)
- “Τα πνεύματα του Χιλ Χάους”, σε σκηνοθεσία Ανδρονίκης Αβδελιώτη, στο “Αγγέλων Βήμα” - 14 Δεκεμβρίου 2024
- “Το Παλτό” του Νικολάϊ Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία-διασκευή Θοδωρή Γκόγκου, στο θέατρο “Αργώ” - 6 Δεκεμβρίου 2024
- Εντρυφώντας στην “Υψηλή μαγειρική των σχέσων”, σε σενάριο Βίλης Σωτηροπούλου και σκηνοθεσία Κέλλυς Σταμουλάκη, στο Θέατρο της Ημέρας - 27 Νοεμβρίου 2024
Καμία κριτική